Περιβαλλοντική συνείδηση των κατοίκων της περιοχής

(Κέντρο Μελέτης Ιστορίας Περιοχής Αρχαίας Θουρίας)

Ερυσίχθων και Αρχαία Θουρία

Περιβαλλοντική συνείδηση των κατοίκων της περιοχής

Σκοπός αυτής της μελέτης είναι να αποδείξει, μέσα στα επιτρεπόμενα όρια, ότι η οικολογία έχει βαθιές καταβολές, σχεδόν προδρομικές, στη ζωή των κατοίκων της περιοχής της Αρχαίας Θουρίας), τόσο στη θεωρητική σκέψη τους, φιλοσοφική και οικονομική, όσο και στην καθημερινή πρακτική, στους θεσμούς, στην αγορά, στην πολιτική, την πολεοδομία και την κοινωνική συμπεριφορά.

 Ο Ερυσίχθων, νέος, ωραίος, δυνατός, πλούσιος και επιτυχημένος, διατάζει τους δούλους του να κόψουν τα δέντρα του άλσους που είχαν αφιερώσει οι Πελασγοί στη Θεά Δήμητρα, για να χτίσει εκεί παλάτι. Ο Ερυσίχθων βλασφημεί κόβοντας το ιερό δέντρο της Θεάς Δήμητρας, τη Λεύκα. Οι Δρυάδες, κόρες της Θεάς, που κατοικούσαν στο δέντρο, βγαίνουν ματωμένες από τις φυλλωσιές και αλλόφρονες τρέχουν στη μητέρα τους. Η Δήμητρα θυμώνει και βρίσκει την Πείνα. Της λέει να πάει να βρει τον Ερυσίχθονα και να του δώσει ένα φιλί στο στόμα. Η Πείνα πηγαίνει. Τον βρίσκει να κοιμάται. Του δίνει το φιλί και χάνεται. Εκείνος ξυπνάει κι αισθάνεται λιγούρα. Πεινάει. Τρώει. Πεινάει κι άλλο. Ξανατρώει. Πεινάει. Πεινάει ακατάσχετα. Αφού έφαγε ό,τι φαγώσιμο υπήρχε, αρχίζει να τρώει ό,τι βρίσκει μπροστά του. Τρώει τα ζώα του, τρώει τη γυναίκα του, τρώει τα ξύλα του σπιτιού του. Τρώει τα πάντα. Μέχρι που πια, δεν υπάρχει τίποτα γύρω του και στη μέση της ερημιάς, αγριεμένος, τρώει τις σάρκες του.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι στην αρχαία Ελληνική Γλώσσα έρυσις σημαίνει πληγή και χθών σημαίνει γη, οπότε το όνομα Ερυσίχθων σημαίνει πληγή ή αίμα της γης. Άλλωστε η ανθρώπινη απληστία  είναι η πληγή της Γης, που κάνει τον σύγχρονο άνθρωπο να τρώει τις σάρκες του και να καταστρέφει το περιβαλλον του. Με τον περιβαλλοντικό αυτό μύθο ασχολήθηκαν, πλην του Οβίδιου, ο Καλλίμαχος στον 6ο ύμνο του προς τη Δήμητρα, ο Λυκόφρων και ο Νίκανδρος.

Η Ανθρωποοικολογία στη θεωρητική σκέψη των κατοίκων της περιοχής της Αρχαίας Θουρίας  συνιστά μια φύση «πλήρη θεών, ένα παιχνίδι όπου οι θεοί, οι ημίθεοι και οι άνθρωποι είναι όλοι μέλη ενός συνόλου, το οποίο περιλαμβάνει ακόμη τη γη, τα δάση, τα ποτάμια, τα ζώα. Οι θεοί, ως μέρος της φύσης, δίνουν ιερό περιεχόμενο στην προστασία του περιβάλλοντος.

 Μέσα στο ελληνικό σύμπαν η Φύσις  περιλαμβάνει τη γη, τα φυτά, τα ζώα και τους ανθρώπους. Μεταξύ αυτών υπάρχει μια συναλληλία, μια σχέση που αποτελεί ένα  αδιάσπαστο  όλο. Έτσι, αν ένα από τα συστατικά αυτής της σχέσης βεβηλωθεί από κάποια άπρεπη,  πράξη κατά της ζωής, προσβάλλονται και τα υπόλοιπα Οι θεοί της Αρχαίας Θουρίας είχαν άμεση σχέση με τη φύση, όπως η θεά Δήμητρα, η προστάτιδα της γεωργίας, η Άρτεμις, η προστάτιδα των άγριων ζώων και ο Διόνυσος, ο προστάτης  της άγριας βλάστησης

Γενικά η θεοποίηση της φύσης στη θρησκεία των κατοίκων της Αρχαίας Θουρίας βοηθούσε σημαντικά στο σεβασμό και την προστασία του περιβάλλοντος και στη σωστή σχέση του ανθρώπου με το υπόλοιπο οικοσύστημα.

Θεά Δήμητρα, η προστάτιδα της Γεωργίας

Ανάμεσα τους θεούς της Αρχαίας Θουρίας σημαντική θέση κατέχει η Θεά Δήμητρα που είναι μια από τις μεγαλύτερες και παλαιότερες θεές του αρχαίου ελληνικού πανθέου. Κόρη του Κρόνου και της Ρέας, αδερφή του Δία, του Ποσειδώνα, του Πλούτωνα, της Ήρας και της Εστίας. Όπως φανερώνει και το όνομά της, η Δήμητρα είναι η μάνα Γη. Η Δήμητρα είναι η θεά της γονιμότητας, η προστάτιδα της γεωργίας και των καλλιεργειών γενικότερα, η θεά της βλάστησης και συνήθως απεικονίζεται να κρατάει κάποιο στάχυ και σε ορισμένες περιπτώσει δάδα.

Η Δήμητρα είναι μια θεά που αφιέρωσε όλη σχεδόν την ζωή της στους ανθρώπους. Σχεδόν τον πιο πολύ καιρό ήταν κάτω στην γη και τους μάθαινε πώς να οργώνουν, πώς να θερίζουν, πώς να ποτίζουν και πώς να τρέφουν τα κατοικίδια ζώα. Στα χέρια της κράταγε πάντα έναν χρυσό δρεπάνι που συμβόλιζε τους γεμάτους στάχυα αγρούς. Απ’ όπου πέρναγε οι πολιτείες πλούταιναν κι η γη γέμιζε καρπούς, τα λιβάδια πρασίνιζαν και τα ζώα πλήθαιναν. Σύντροφό της αχώριστο είχε πάντα τον γιο της Πλούτο που ‘ταν πάντα πρόθυμος να σκορπίσει αφθονία. Μαζί με τον Δία έκανε ένα παιδί την Περσεφόνη, την πολυαγαπημένη της κόρη.

Ημιοβολός ή εξάχ.  του Νομισματοκοπείου Θουρίας. Τέλος 2ου – αρχές 1ου π.Χ. αιώνα
Αριστερά: Κεφαλή της Δήμητρας φέροντας στεφάνι από σιτηρά
Δεξιά: Ο Δίας ο Ιθωμάτας σε διασκελισμό, κρατώντας κεραυνό με το δεξί του χέρι και με αετό ιστάμενο (γαντζωμένο)  στον αριστερό καρπό του. Στα δεξιά υπάρχει κλαδί σιτηρών και στα αριστερά  ΘΟΥ

Υπάρχει ένας αρχαίος μύθος που είναι το πρώτο οικολογικό μήνυμα στην ιστορία της ανθρωπότητας και φανερώνει τις ολέθριες συνέπειες της καταστροφής του περιβάλλοντος και αναφέρεται στην αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, το θεό του Κάτω Κόσμου. Ο μύθος της αρπαγής πρωτοεμφανίζεται στη Θεογονία του Ησιόδου, ενώ το θέμα πραγματεύεται και ο Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα. Η Περσεφόνη ήταν κόρη της θεάς Δήμητρας. Πατέρας της ήταν ο Δίας [Ζεύς] και σύζυγός της ο Άδης, ο οποίος την πήρε στον κάτω κόσμο για την ομορφιά της μια μέρα που η ίδια μάζευε άνθη στην περιοχή της Νύσας συντροφιά με τις Ωκεανίδες νύμφες. Ο πατέρας της, ο Δίας, αντιμετώπισε την αρπαγή της κόρης του με χαρακτηριστική απάθεια, ενώ η μητέρα της, η Δήμητρα, την αναζήτησε απεγνωσμένα και τη ζήτησε πίσω. Η δυσφορία της Δήμητρας, στο διάστημα που αναζητούσε και δεν εύρισκε την κόρη της, έφερε στον πληθυσμό γεωργικό μαρασμό με αποτέλεσμα να κινητοποιηθεί ο Δίας, που έστειλε τον Ερμή και κατέληξε σε τελική συμφωνία με τον Πλούτωνα η Περσεφόνη να παραμένει έξι μήνες στη γη/μητέρα της και έξι μήνες στον κάτω κόσμο/Άδη.

Οι ερμηνείες του μύθου είναι πολλές. Σύμφωνα με τους Στωϊκούς πρόκειται για την εναλλαγή των εποχών ανάμεσα στην ξηρασία και την καρποφορία. Έκδηλος  παραμένει ο συμβολισμός της αναγέννησης των γενεών και η αιωνιότητα της ζωής με την εναλλαγή του παλαιού και του καινούργιου, όπως τουλάχιστον εμφανιζόταν στα Ελευσίνια μυστήρια. Για την εξέλιξη των πολιτισμών η Περσεφόνη με τα γονικά της πρότυπα χρωματίζει κοινωνιολογικά την αντιπαλότητα Μητριαρχίας και Πατριαρχίας, ενώ σε ένα περισσότερο λαϊκό πλαίσιο, ο μύθος συμβολίζει τον αποχωρισμό της νεαρής κόρης από τη μητέρα της μετά το γάμο.

 Μια από τις πιο αποδεκτές θεωρίες είναι ότι η αρπαγή της Περσεφόνης αποτυπώνει τη φυσική θεωρία του αγροτικού κύκλου, τη βλάστηση και την καρποφορία. Η Δήμητρα είναι η μητέρα γη [γη + μήτηρ. < γα, παραλλαγή του δωρικού τύπου δα + μήτρα =  μητέρα της γης]. Η Κόρη της Περσεφόνη, που έφαγε σπόρους ροδιού και πρέπει να ξαναγυρίζει στον Άδη, ταυτίζεται με τα δημητριακά. Η απαγωγή της είναι η αλληγορία του κύκλου της ευφορίας της φύσης. Ο μύθος της αρπαγής της Περσεφόνης είναι συμβολικός. Η Κόρη, που την παίρνει μέσα της η γη, ξαναβγαίνει την άνοιξη. Είναι κατά κάποιο τρόπο η ίδια η άνοιξη που έρχεται να ανθίσει τη γη, να την καρπίσει, να την κάνει χαρούμενη. Έτσι όμως και μπει το φθινόπωρο, η γη μαραίνεται και η Κόρη φεύγει από τη μάνα της τη γη και μπαίνει στο μυστηριώδη τόπο του τίποτα, στην καταστροφή. Η κάθοδος της Κόρης στον Κάτω κόσμο κάθε φθινόπωρο ταυτίζεται με την απουσία των καρπών, οι οποίοι αναφύονται την άνοιξη με την άνοδό της. Η Κόρη κατεβαίνει στον Κάτω κόσμο κάθε φθινόπωρο, όπως οι σπόροι της παλιάς συγκομιδής σπέρνονται στους αγρούς και μπαίνουν στο χώμα με τη σπορά.  Την Άνοιξη ξαναφυτρώνουν και βγαίνουν ξανά από το υπέδαφος πάνω στη γη. Η «Κόρη» ανεβαίνει και ενώνεται πάλι με τη μητέρα της Δήμητρα, γιατί ο παλιός σπόρος ενώνεται με το νέο βλαστό .

Θεά Άρτεμης , των άγριων ζώων

Η Άρτεμις είναι μια από τις παλαιότερες, πιο περίπλοκες αλλά και πιο ενδιαφέρουσες μορφές του ελληνικού πανθέου. Κόρη του Δία και της Λητούς, δίδυμη αδελφή του Απόλλωνα, βασίλισσα των βουνών και των δασών, θεά του κυνηγιού, προστάτιδα των μικρών παιδιών και ζώων, και θεά του φεγγαριού. Οι κάτοικοι της περιοχής της Αρχαίας Θουρίας τιμούσαν τη θεά όπως προκύπτει από τα νομίσματα τους.

Η θεά Άρτεμις , σε θέση διασκελισμού, κρατά δύο τόξα. Χάλκινο νόμισμα (2 ασσάρια) του Νομισματοκοπείου Θουρίας 198-205 μ.χ , που μαζί με άλλα 2 όμοια βρέθηκαν στην Ιεράπολη της Συρίας. Παρόμοιο βρέθηκε στην Δούρα στις όχθες του Ευφράτη και καταγράφηκε στον κατάλογο του Bellinger με τον αριθμό 2173

Ένα από τα βασικότερα γνωρίσματα της Άρτεμης ήταν η καθολική της κυριαρχία στη φύση. Ήμερα και άγρια ζώα, ψάρια στα νερά και πουλιά στον αέρα ήταν όλα τους κάτω από την προστασία της.  Ως θεά και προστάτιδα της φύσης η Άρτεμη θεωρείτο υπεύθυνη τόσο για τη γεωργία όσο και για την κτηνοτροφία. Η περιοχή της Αρχαίας Θουρίας που τη λάτρευαν και την τιμούσαν ανελλιπώς είχε  εύφορη γη, κατάσπαρτα χωράφια, πλούσια συγκομιδή και ζώα υγιή και γόνιμα. Αντίθετα, όσες από τις περιοχές δεν τηρούσαν σωστά τις υποχρεώσεις τους απέναντί της και επιπλέον παρέβλεπαν την ύπαρξή της, είχαν να αντιμετωπίσουν την εκδικητική οργή και μανία της, που ισοδυναμούσε με καταστροφή των σπαρτών και αποδεκατισμό των κοπαδιών.

Αριστερα ο αυτοκράτορας Caracalla. Δεξιά η θεά Άρτεμις , σε θέση διασκελισμού, κρατά δύο τόξα. Χάλκινο νόμισμα (2 ασσάρια) του Νομισματοκοπείου Θουρίας 198-217 μ.χ  21 mm, 5,17 g

Αντίστοιχο Το νόμισμα  βρέθηκε στις ανασκαφές της Dura-Eutropos στις όχθες του Ευφράτη και αναφέρεται στον τελικό κατάλογο του Bellinger A. R Dura-Europos.

Θεός Διόνυσος, προστάτης της φύσης και της γονιμότητας

Ο Διόνυσος ήταν ο πιο μεγάλος θεός και προστάτης της γεωργίας, εξ ου και η προσωνυμία δενδρίτης. Με έμβλημα τον Φαλλό ή τον ταύρο, γι’ αυτό ταυρόμορφος και ταυρομέτωπος,  θεωρούνταν ως ο θεός της γονιμότητας και προστάτης των καλλιεργειών, κυρίως της αμπέλου. Για το λόγο αυτό ονομάζονταν και Βάκχος, καθώς η λατρεία του σχετίζεται με τους εορτασμούς της βλάστησης και της ιερής τρέλας που προκαλεί η πόση του οί Ο Διόνυσος ήταν ο πιο μεγάλος θεός και προστάτης της γεωργίας, εξ ου και η προσωνυμία δενδρίτης. Με έμβλημα τον Φαλλό ή τον ταύρο, γι’ αυτό ταυρόμορφος και ταυρομέτωπος,  θεωρούνταν ως ο θεός της γονιμότητας και προστάτης των καλλιεργειών, κυρίως της αμπέλου. Για το λόγο αυτό ονομάζονταν και Βάκχος, καθώς η λατρεία του σχετίζεται με τους εορτασμούς της βλάστησης και της ιερής τρέλας που προκαλεί η πόση του οίνου και της γονιμότητας και της γονιμότητας.

Οι κάτοικοι της Αρχαίας Θουρίας λάτρευαν τη φύση, καθώς τα πάντα ήταν πλήρη Θεών και θεοτήτων: από τα δέντρα μέχρι τη θάλασσα και από τα βουνά μέχρι τις πεδιάδες. Αυτή η θεοποίηση της φύσης ενέπνευε το σεβασμό για το φυσικό περιβάλλον

Ημίδραχμο του νομισματοκοπείου Αρχασίας Θουρίας  που βρίσκεται στο Fitzwilliam Museum , Ο Γέτα από την μία πλευρά και ο θεός Διόνυσος από την άλλη που κρατά στο δεξί Κάνθαρο και για σκήπτρο στο αριστερό Θύρσο.  (Ο θύρσος ήταν ένα μακρό ευθύγραμμο ραβδί από μάραθο ή νάρθηκα, με φουντωτό άνθος στην κορυφή του).

Η Συρία Θεά , προστάτης του νερού σαν πηγή ζωής

Θουριάται δε εκ της πόλεως εν μετεώρω το αρχαίον οικουμένης ές το πεδίον κατελθόντες οικούσιν, ου μην πάντα πασίγε ουδέ την οίκο πόλιν εκλελοίπασιν αλλά και τείχους ερείπια και ιερόν εστί αυτόθι ονομαζόμενον θεού Συρίας την δε εν τω πεδίω πόλιν ποταμός καλούμενος Άρις παρέξεισι.    Παυσανίας Μεσσηνιακά

Η λατρεία της Συρίας θεάς κυριαρχούσε στην αρχαία Θουρία την εποχή του Παυσανία.  Στη Συρία η θεά ονομαζόταν Ατάργατις ή Δερκετώ. Ταυτιζόταν με την ‘ Ηρα ή την Αφροδίτη Ασσυρία. Είχε μεγάλο και πλούσιο ιερό στο κέντρο της πόλης, κοντά στο οποίο υπήρχε  τεχνητή λίμνη με μεγάλα ψάρια,  που περιγράφει ο Λουκιανός (Περί της Σοριης θεοϋ). Στην Αρχαία Θουρία λόγω του ποταμού Άρι, η λατρεία της θεάς είχε εισαχθεί ήδη από τον 3ο αι. π.Χ. από εμπόρους της Θουρίας, από τους Μακεδόνες και εξελληνισμένους Σύριους εμπόρους , από Σύριους δούλους, αλλά και από αγύρτες ιερείς. Κατά τις ετήσιες γιορτές της Συρίας Θεάς οι κάτοικοι της Αρχαίας Θουρίας πραγματοποιούσαν καταβάσεις στους ποταμούς ΄Αρι και Πάμισο.

Προτομή της Συρίας Θεάς σε έντονο ανάγλυφο σε λευκό ογκόλιθο. Έχει κυματιστά μαλλιά όπως το νερό , τεράστια μάτια σαν ψάρι και ένα πέπλο που ολοκληρώνεται από δύο ψάρια.

Η λατρεία της Συρίας θεάς περιλάμβανε ειδικές μυστηριακές τελετές και θυσιαστικά γεύματα ψαριών.
Σύμφωνα με τον Αθήναιο, το ψάρι από την λίμνη της θεάς που βρισκόταν κοντά στο ιερό της, προσφερόταν στους μύστες μαγειρεμένο σε τράπεζα μπροστά στο άγαλμα της θεάς και στην συνέχεια καταναλωνόταν στο ιερό γεύμα που ακολουθούσε στον ναό της.

Με αυτόν τον τρόπο, οι μύστες έφεραν την θεά μέσα τους και έτσι αναγεννώνταν, έχοντας λάβει κατά την μύηση την υπόσχεση της αιώνιας ζωής. Για να επιτραπεί στους πιστούς η είσοδος στο ιερό της θεάς, έπρεπε κατά την ημέρα της μυστηριακής τελετής να είναι «καθαροί», έχοντας υποβληθεί προηγουμένως σε καθαρμούς και νηστεία. Το ιερό της ήταν από τα πιο ονομαστά στην πόλη.

Συμπερασματικά οι θεοί της Αρχαίας Θουρίας, ως μέρος της φύσης, δίνουν ιερό περιεχόμενο στην προστασία του περιβάλλοντος. Υπάρχουν θεσπισμένες απαγορεύσεις θήρος, αλιείας, κοπής δέντρων στους ιερούς χώρους. Υπάρχουν γιορτές της φύσης και των εποχών, που τονίζουν την παράδοση της προστασίας της φύσης από τους θεούς. Υπάρχουν, ακόμη, μύθοι σχετικοί με την αέναη επιστροφή των φυσικών δυνάμεων, όπως οι μύθοι της Δήμητρας και Περσεφόνης, του Διονύσου κ.ά. Γενικά η θεοποίηση της φύσης στη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων βοηθούσε σημαντικά στο σεβασμό και την προστασία του περιβάλλοντος και στη σωστή σχέση του ανθρώπου με το υπόλοιπο οικοσύστημα.

Χαρακτηριστικό του σεβασμού των κατοίκων της Αρχαίας Θουρίας προς το περιβάλλον είναι το γεγονός ότι στη χωροθέτηση των οικισμών τους, κύριο μέλημα έθεταν την επιλογή υγιεινής τοποθεσίας, δεύτερο την επιλογή οχυρής τοποθεσίας και τρίτο την επιλογή πλούσιας τοποθεσίας.

Όσο για τον οικισμό, φρόντιζαν να οριοθετούν τις χρήσεις γης κατά τομείς ώστε να γίνεται σωστή πολεοδομική εξυπηρέτηση. Υπήρχαν τα τείχη της πόλης και οι στρατώνες, οι ναοί και τα ιερά, οι αγορές και τα δημόσια κτήρια, οι κατοικίες και τα εργαστήρια, οι κρήνες και τα άλση.

Από τα κτήρια, τα μεν δημόσια ήσαν επιβλητικά και λιθόκτιστα, αλλά μέσα στο πνεύμα του «μέτρου», της ισορροπίας και της σωστής χρήσης υλικών, τα δε ιδιωτικά, κυρίως κατοικίες και μικρά εργαστήρια, ήσαν απλά και απέριττα, με προσπάθεια προσαρμογής στο περιβάλλον. Τα σπίτια, κτισμένα με μικρές αποκλίσεις πάνω σε τυπική κάτοψη, είχαν την είσοδο που οδηγούσε από το δρόμο στην κεντρική αυλή, γύρω από την οποία δημιουργούνταν ημιυπαίθριος χώρος, σαν στοά στην οποία έβλεπαν τα δωμάτια.

Οι δρόμοι δεν ήταν πλακόστρωτοι παρά μόνον ο κύριος άξονας που ένωνε τον κάμπο με τον οικισμό, εξ ου και η σκόνη το καλοκαίρι και η λάσπη το χειμώνα, που αποτελούσε μεγάλο πρόβλημα

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι οι βασικές αρχές της οικολογίας ήταν σεβαστές από τους κατοίκους της Αρχαίας Θουρίας. Η αίσθηση του «μέτρου», τόσο στον ίδιο το σεβασμό προς τη φύση όσο και στις ανθρώπινες επιδιώξεις, ήταν ο χρυσός κανόνας και οδηγός.

https://www.doctv.gr/page.aspx?itemid=spg16380

Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

https://arxaiathouria.wordpress.com

https://nomismataarxaiasthourias.wordpress.com/

Δρ Γεώργιος Σκούρας GIS στην Αρχαιολογία

H θεά Τύχη στην Αρχαία Θουρία ήταν η προσωποποιημένη θεά της σύμπτωσης, του μη προβλέψιμου ή επιδιωχθέντος αλλά και της ευτυχούς συγκυρίας του απροσδόκητου συμβάντος. Κατά τη «Θεογονία» του Ησίοδου ήταν θυγατέρα του Ωκεανού ή του Νηρέα και της Τηθίος, σε εκδήλωση ίσως του ότι η ναυτιλία και το ναυτικό εμπόριο εν γένει υπήρξαν η πρώτη και κύρια πηγή ευτυχίας των ανθρώπων.
Το πρώτο άγαλμα της σύμφωνα με τον Παυσανία το κατασκεύασε ο Βούπαλος για τους Σμυρναίους. Κολοσσιαίο άγαλμα της θεάς είχε στηθεί στην Ηλιδα και την Αλεξάνδρεια (στο ονομαστό ιερό της Τύχης, το Τυχαίον όπου υπάρχει το άγαλμα της Θεάς να στεφανώνει τον Αλέξανδρο).
Φημισμένο επίσης ήταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της το οποίο είχε αφιερώσει ο Ηρώδης ο Αττικός στο ναό της κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Η μορφή της χαρακτηρίστηκε επίσης σε νομίσματα, όπου η θεά κρατούσε το κέρας της Αμάλθειας ή πηδάλιο που συμβόλιζε την καθοδήγηση του πεπρωμένου.
Τέλος στο ναό της στο Αργός λεγόταν ότι ο Παλαμίδης είχε αφιερώσει τα πρώτα ζάρια, τα οποία -κατά την παράδοση- είχε ο ίδιος επινοήσει.
Κατά τον Πίνδαρο, ο οποίος την ονόμαζε και Φερέπολιν, ήταν κόρη του Ελευθέρου Διός ή του Προμηθέα. Την θεωρούσε ως μια από τις Μοίρες, που είχε όμως λιγότερη δύναμη από τις αδελφές της, Θεά του Πεπρωμένου αλλά και ευμενής. Ως ευμενής θεά του πεπρωμένου λατρευόταν με την επωνυμία «Αγαθή Τύχη» στην Αρχαία Ολυμπία, όπου είχε δικό της βωμό. Στους ορφικούς ύμνους συναντάται ως κόρη του Ευβουλέως.
Κατά το Ομηρικό προς τη Δήμητρα ύμνο, η Ωκεανίς Τύχη εμφανιζόταν ως μια από τις συμπαίκτριες της Περσεφόνης.
Συνδέθηκε με άλλες θεότητες-προσωποποιήσεις όπως την Ελπίδα, τον Καιρό και τη Μοίρα. Κυρίως συνδέθηκε με την Ίσιδα κατά την περίοδο των θρησκευτικών συγκρίσεων (Ίσις Τύχη ή Ισιτύχη).  Στη σημιτική θρησκεία συνδέθηκε με την Γάδ. Μαζί της ταυτίσθηκε η θεά των Ρωμαίων Φουρτούνα η λατρεία της οποίας ήταν ιδιαίτερα εξαπλωμένη στην Ιταλία. Η Φουρτούνα (Fortuna) ξεκίνησε από μια ιταλική θεότητα της ευφορίας και της γονιμότητας, που συχνά λειτουργούσε και ως μάντης θεά που προλέγει το μέλλον.
Η Τύχη στην Αρχαία Θουρία θεωρήθηκε ως αγαθός δαίμων, μεσολαβητής μεταξύ θεών και ανθρώπων.  Ως θεά της αφθονίας και του πλούτου απεικονιζόταν στα νομίσματα να κρατά δοχείο θυσίας (Φιάλη – Πατέρα) με το ένα χέρι και στο άλλο της χέρι το κέρας της Αμάλθειας, σύμβολο της αφθονίας.

Νομίσματα Αρχαίας Θουρίας – Nemesis

Χάλκινο Ασσάριο του  Νομισματοκοπείου Θουρίας .

Στεφανωμένη και στολισμένη προτομή του Caracalla από την μία μεριά. Από την άλλη η Θεά Τύχη , κρατώντας Πατέρα – Φιάλη πάνω από βωμό (πατέρα ήταν ένα ευρύ, ρηχό πιάτο που χρησιμοποιείτο κατά κύριο λόγο σε ένα τελετουργικό πλαίσιο, όπως σπονδή) και το κέρας της Αμάλθειας. (Το Κέρας της Αμάλθειας ήταν σύμβολο της αφθονίας, της πλησμονής των αγαθών και της ευημερίας του ανθρώπου. Αναφέρεται στο σπασμένο κέρατο της κατσίκας Αμάλθειας το οποίο μπορούσε να γεμίζει με οποιοδήποτε αγαθό επιθυμούσε ο κάτοχος του).

Αναγράφεται ακόμη : ΘΟΥΡΙΑΤΩΝ και ΛΑ διότι: «Λακεδαιμονίοις δὲ ἔχειν τοῖς ἐν Σπάρτῃ τὴν Θουρίαν ἔδωκεν Αὔγουστος. Αὐγούστῳ γὰρ βασιλεύοντι Ῥωμαίων ἐπολέμησεν Ἀντώνιος, γένει καὶ οὗτος Ῥωμαῖος: καί οἱ τῶν ἐν τῇ Ἑλλάδι ἄλλοι τε καὶ οἱ Μεσσήνιοι προσέθεντο, ὅτι ἐφρόνουν Λακεδαιμόνιοι τὰ Αὐγούστου» Παυσανίας Μεσσηνιακά ΧΧΧΙ

Η θεά Τύχη σε νόμισμα της Αρχαίας Θουρίας που κρατά Φιάλη – Πατέρα και το κέρας της Αμάλθειας.

Το νόμισμα βρίσκεται στην Νέα Υόρκη στο Μουσείο της    American Nomismatic Sosiety

Tyche holding patera and cornupia, AD198- 217, ASCSA Corinth Excavations

Το νόμισμα βρέθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1953  κατά την διάρκεια των ανασκαφών στην Αρχαία Κόρινθο από την  H Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα.

Στην Ελληνιστική εποχή και μέχρι το τέλος της αρχαιότητας, κάθε πόλη είχε τη δική της προστάτιδα που λειτουργούσε ως η Πολιάς θεά. Πολλές από αυτές θεωρούσαν την Τύχη ως Πολιούχο θεά. Απεικονιζόταν να φορά πυργωτό διάδημα (πού συμβόλιζε τα τείχη της πόλης), όρθια να κρατά το κέρας της αφθονίας . Μάλιστα η διεξαγωγή όλων των υποθέσεων, δημόσιων και ιδιωτικών, άρχιζε, στην Αρχαία Θουρία , με την ευχή «Αγαθή Τύχη». Παράδειγμα το νόμισμα της Αρχαίας Θουρίας που ακολουθεί , όπου η θεά φέρει πυργωτό στέμμα

Caracalla -Tyche holding phiale and cornucopia, Classical Numismatic Group

Στο νόμισμα της Αρχαίας Θουρίας αναγράφεται ΘΟΥΡΙΑΤΩΝ και ΛΑ (Λακεδαίμων) διότι, όπως αναφέρεται παραπάνω,  στα 42 π.Χ., η Σπάρτη διάλεξε το σωστό στρατόπεδο κι έστειλε στους Φιλίππους 2.000 άνδρες να πολεμήσουν στο πλευρό του Οκτάβιου και του Μάρκου Αντώνιου εναντίον των δημοκρατικών. Κι όταν ο Οκτάβιος κι ο Αντώνιος ήρθαν σε ρήξη, πήγε με τον μελλοντικό νικητή. Ο Οκτάβιος εκδήλωσε έμπρακτα την ευγνωμοσύνη του και η Θουρία αποδόθηκε στη Σπάρτη.

Ακόμη  θεά που διευθύνει την ανθρώπινη ζωή ,  η θεά Τύχη στα νομίσματα της  Αρχαίας Θουρίας απεικονίζεται να κρατά πηδάλιο, σαν σύμβολο της κατεύθυνσης την οποία έδινε σε όλους τους ανθρώπους.

Caracalla – Tyche holding rudder and cornupiae, 198-217 AD, Ancient Imports

Χάλκινο Ασσάριο του Νομισματοκοπείου Θουρίας. Έχει διάμετρο 21,88χιλ και μάζα  3,83γρ. Το νόμισμα φέρει εμπρός δαφνοστεφή καi θωρακοφόρα προτομή του αυτοκράτορα. Πίσω  τη θεά Τύχη που κρατά με το δεξί χέρι Πηδάλιο  και με το αριστερό το κέρας της Αμάλθειας.

Επειδή στο νόμισμα της Αρχαίας Θουρίας δεν διακρίνεται καθαρά το πηδάλιο παρατίθεται το αντίστοιχο νόμισμα της Μεθώνης:

Τέλος στις παραδόσεις της περιοχής της Αρχαίας Θουρίας,  η τύχη προσωποποιημένη περιγράφεται ως μαύρη και άσχημη «κάθεται συχνά στο δρόμο μόνη και από κει οδηγάει καλά ή κακά τον άνθρωπο. Είναι στραβή ή έχει δεμένα τα μάτια της με μαντήλι και περπατάει άσκοπα σαν ανόητη και σε όποιον πέσει επάνω του τον κάνει ευτυχισμένο». Κάθε άνθρωπος όπως έχει την Μοίρα του έτσι έχει και την τύχη του, η οποία γεννάται μόλις γεννηθεί ο άνθρωπος και τον ακολουθεί σε όλη του την ζωή. Για τον λόγο αυτό άλλοι έχουν μόνιμα καλή τύχη (καλότυχοι) και άλλοι κακή (κακότυχοι).  Οι καλότυχοι και οι κακότυχοι είναι αυτοί όχι μόνο για τους εαυτούς τους αλλά και για τους άλλους.

 

ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΘΟΥΡΙΑΣ

Ταξίδι στην Αρχαία Ελλάδα

 

Η γεωγραφική θέση της Μεσσηνίας στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, οι εύφορες κοιλάδες γύρω από τον πλωτό και πλούσιο σε ψάρια ποταμό Πάμισο στα νοτιοανατολικά της χώρας, και του Βαλύρα με τους παραπόταμους που διασχίζουν το Στενυκληρικό πεδίο προς βορράν, σε συνδυασμό με το ήπιο μεσογειακό της κλίμα, την ανέδειξαν σε περιοχή ευνοημένη από τη φύση με μεγάλη ποικιλία ζώων που ζουν στην ξηρά και υδρόβια ζωικά είδη, καθώς και με ευρεία παραγωγή αγροτικών προϊόντων, με το ελαιόλαδο να αποτελεί το σημαντικότερο από αυτά.

Εκτός από τους ελαιώνες, οι αμπελώνες και οι οπωρώνες συνεχίζουν και σήμερα να κυριαρχούν στις πεδιάδες της Μεσσηνίας.

Το πεδίο της Στενυκλάρου περιλαμβάνεται στη σημερινή πεδιάδα του Μελιγαλά, ενώ το νοτιότερο τμήμα της μεσσηνιακής πεδιάδας ονομάζεται Μακαρία (ευλογημένη) πεδιάδα του κάτω Πάμισου ποταμού (Στραβ. 8.4.6). Αγνοώ την ετυμολογική προέλευση της λέξης «Μελιγαλάς», όμως το μέλι και το γάλα που έρχονται αναπόφευκτα στο νου παραπέμπουν σε θεϊκές τροφές και σε μυθικών διαστάσεων αγαθά της γης. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός ότι οι κάπροι, τα κοπάδια αγελάδων, τα άγρια σύκα, το κρασί και τα άλλα προϊόντα, τα διάφορα είδη φυτών και ζώων, αναμιγνύονται συχνά με γεγονότα της μεσσηνιακής ιστορίας, στην τοπογραφία και στην αρχαιολογία, στο τέταρτο βιβλίο του Παυσανία τα Μεσσηνιακά (4.4.3, 4.15.6). Πληροφορίες δε για την οινική παραγωγή στη βενετοκρατούμενη Μεσσηνία, στοιχεία για τις ποσότητες τοπικής κατανάλωσης και εξαγωγών, όπως και για τους σχετικούς δασμούς τους, μπορούν να αναζητηθούν στην αναφορά του Zacharia Bembo.

 

ΣΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΟΙ, ΚΡΕΑΤΑ ΚΑΙ ΨΑΡΙΑ

Σε ελληνιστική πυρά ιερού, στην αρχαία Μεσσήνη, βρέθηκε σημαντικός αριθμός πυρακτωμένων σπόρων από σταφύλια, ελιές, κουκουνάρια, αμύγδαλα και κάστανα. Παρόμοιοι πυρακτωμένοι καρποί και σύκα εντοπίστηκαν σε ταφές νηπίων του 2ου αιώνα μ.Χ. σε ταφικό μνημείο έξω από την Αρκαδική Πύλη.

Ο Παυσανίας επισημαίνει (6.26.6) ότι λινάρι, κάνναβη και βύσσος καλλιεργούνταν στη γειτονική Ηλεία όπου υπήρχε και ανεπτυγμένη βιομηχανία μεταξιού. Τα ίδια προϊόντα υπήρχαν και στη Μεσσηνία.

Η θάλασσα που περικλείει τις δυτικές και νότιες ακτές της Μεσσηνίας, όχι μόνο παρείχε αλιευτικά προϊόντα στους κατοίκους της, αλλά συνέδεε τον πληθυσμό της περιοχής με την ευρύτερη Μεσόγειο και την Αδριατική μέσω των λιμανιών της Πύλου και της Κυπαρισσίας. Στα δασώδη όρη της Μεσσηνίας, εκτός από ξυλεία, υπήρχε πάντα και άφθονο κυνήγι. Δεν έλειπαν οι αγριόχοιροι, οι λαγοί, τα κόκκινα ελάφια και οι καφέ αρκούδες.

 

ΣΦΕΛΑ… ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ

Στις πλαγιές και τα λιβάδια έβοσκαν άλογα, βοοειδή και αιγοπρόβατα, που σημαίνει παραγωγή γάλακτος, τυριού και κρέατος, ενώ πουλερικά και μελίσσια ενδημούσαν στις αυλές των σπιτιών.

Σύμφωνα με τον αρχαιοζωολόγο Günter Nobis, μεγαλόσωμα βοοειδή εκτρέφονταν σε ορισμένες περιοχές, ενώ πολλά οστά νεαρών αλόγων βρέθηκαν στη νότια αυλή του Ασκληπιείου της Μεσσήνης, μαζί με οστά μικρών ιθαγενών πτηνών. Η δε παραγωγή παραδοσιακού τύπου τυριών, όπως η μεσσηνιακή σφέλα, φαίνεται ότι έχει ξεκινήσει από την αρχαιότητα.

Για τα άλογα και τα λοιπά βοσκήματα της Μεσσηνίας χαρακτηριστικό είναι σχετικό χωρίο του Πλάτωνα (Αλκιβιάδης, 1.122d).

Επίσης, αρκετά σημαντικός αριθμός θραυσμάτων από κυψέλες μελισσών ήρθαν στο φως σε διάφορα σημεία της αρχαίας Μεσσήνης και της Μεσσηνίας γενικότερα.

 

Η «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΟΦΗ» ΚΑΙ ΤΟ ΨΩΜΙ

Οι χοίροι, η ντόπια «γουρουνοπούλα», υπήρξε εθνική τροφή των Μεσσήνιων, ειδικά κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, όπως άλλωστε και σήμερα. Η αύξηση στην κατανάλωση χοιρείου κρέατος στη Ρωμαϊκή περίοδο προκύπτει από τη μελέτη οστών ζώων που βρέθηκαν στη Μεσσήνη. Στη Ρώμη, από την ύστερη Δημοκρατία και μετά, και στην Αλεξάνδρεια και στην Κωνσταντινούπολη από τον 3ο και 4ο αντίστοιχα αιώνα μ.Χ., η τροφή που διανέμονταν δεν αφορούσε μόνο σε δημητριακά ή ψωμί, αλλά και σε λάδι, φθηνό κρασί και χοιρινό κρέας.

Ο μεγάλος αριθμός από μυλόπετρες που έχει έλθει στο φως στις ανασκαφές υποδεικνύει ότι κάθε οικογένεια άλεθε το δικό της σιτάρι και κριθάρι και διέθετε το δικό της ψωμί κι αλεύρι. Σε περιόδους έλλειψης -εισβολές εχθρών ή σιτοδεία- γίνονταν εισαγωγές σιταριού κυρίως από την Ιταλία, με τη μεσολάβηση των μεσσηνιακών αρχών. Επιγραφή από τη Θουρία του 1ου αιώνα π.Χ. παρέχει λεπτομέρειες αγοράς σιταριού με δημόσια χρήματα, και διανομής του πλεονάσματος σε πολίτες.

Επίσης, κάθε νοικοκυριό διέθετε τον αργαλειό του για την ύφανση ρουχισμού και κλινοσκεπασμάτων, όπως μαρτυρούν οι χιλιάδες αγνύθες, τα υφαντικά δηλαδή βάρη κάθε τύπου, που αποκαλύπτονται με τις ανασκαφές μας.

Την παραγωγή τοπικού οίνου την αποθήκευαν και τη μετέφεραν σε οξυπύθμενους αμφορείς εγχώριας κατασκευής, χωρίς σφραγίσματα στις λαβές. Οι περισσότεροι από τους αμφορείς που αφορούν σε εισαγωγή οίνου, κυρίως από τη Ρόδο και την Κνίδο, ανήκουν χρονικά στα πρώτα χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας μεταξύ του 146 και 30 π.Χ.

 

Ο ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ

Η αγροτική περιουσία και η γαιοκτησία της μεσσηνιακής οικογένειας αποτελούσαν τα θεμέλια της οικονομικής ζωής και βασική προϋπόθεση ανάληψης δημόσιων αξιωμάτων από τα άρρενα μέλη της.

Από τη μακρινή αρχαιότητα πάντως, ο πλούτος της μεσσηνιακής αγροτικής παραγωγής, κατά τα λεγόμενα του ποιητή Τυρταίου, ήταν ο κύριος στόχος της κατακτητικής πολιτικής της Σπάρτης. Μια ληστρική εισβολή των Αιτωλών υπό την ηγεσία του Δωρίμαχου, το 221 π.Χ., είχε στόχο την απαγωγή ζωικού κεφαλαίου, ενώ μια δεύτερη εισβολή «χτύπησε» το μεγάλο κτήμα του Μεσσηνίου Χείρωνα κοντά στην πόλη.

 

ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ

Οι Μεσσήνιοι είχαν άμεσες εμπορικές επαφές με την Αλεξάνδρεια. Οι δε εμπορικές επαφές και οι σχέσεις τους με τη Δύση περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, εισαγωγές από την Ιταλία, που άρχισαν ήδη να κάνουν την εμφάνισή τους από το τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα.

Η παραλία της Κυπαρισσίας αντίκριζε τις γνώριμες δυτικές θάλασσες και τις πόλεις με τις οποίες οι Μεσσήνιοι είχαν αναπτύξει ισχυρές πολιτικές, φιλικές και εμπορικές σχέσεις. Μεταξύ των πόλεων αυτών ήταν το Ρήγιο (το σύγχρονο Ρέτζο) και η Μεσσάνα (η σύγχρονη πόλη Messina), όπου είχαν βρει καταφύγιο πολλοί Μεσσήνιοι της διασποράς.

Μεταξύ της Κυπαρισσίας και της Πύλου υπάρχει η νήσος Πρώτη, η οποία δεν είχε κατοίκους κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ενώ κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας υπήρχε εκεί ομώνυμο πόλισμα (πολίχνιον) που μνημονεύει ο Στράβων. Σχετικά με τη ναυτιλία, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι διερχόμενοι έμποροι ναυτικοί που προσορμίζονταν στον κολπίσκο του Γραμμένου, στην ανατολική πλευρά του νησιού, χάραζαν τις προσευχές στους για ευπλοΐα στους βράχους. Εφθαναν συνήθως εκεί από τη Μικρά Ασία (Μίλητο, Σμύρνη, Εφεσο, Ασσο, Σελεύκεια), την Λέσβο, την Αθήνα και τη Σικελία.

Οι εμπορικές σχέσεις της Μεσσηνίας με τη Μικρά Ασία, παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν λόγω της απόστασης και των κινδύνων της ναυτικής παράκαμψης της Πελοποννήσου και της πλεύσης μέσω του Αιγαίου Πελάγους, επιβεβαιώνονται όχι μόνο από τις επιγραφές της νήσου Πρώτης, αλλά και από έναν αριθμό νομισμάτων από τη Μικρά Ασία που βρέθηκαν σε μεσσηνιακό έδαφος. Ο Ισθμός της Κορίνθου, παρά τις εντυπωσιακές προσπάθειες του Νέρωνα, δεν είχε ακόμα διανοιχθεί. Είναι πιθανόν να συνέχιζαν να σέρνουν τα πλοία μικρού εκτοπίσματος πάνω στην αρχαία δίολκο, η οποία βρισκόταν σε συνεχείς επισκευαστικές εργασίες. Η δίολκος ήταν κατ’ ουσίαν ένας πλακόστρωτος δρόμος, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, τον οποίο χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά διαφόρων αγαθών και μεγάλων λίθων λατομείων από τον Κορινθιακό στο Σαρωνικό Κόλπο, φορτωμένων όχι σε πλοία, αλλά σε κάρα τα οποία τραβούσαν άλογα ή βόδια.

 

ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ – ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

Οι εξαγωγές και οι εισαγωγές προϊόντων στη Μεσσηνία και τη δυτική Ελλάδα από την Αδριατική πολλαπλασιάστηκαν μετά το 146 π.Χ., και κορυφώθηκαν στα χρόνια του Αυγούστου και του Τιβερίου, όταν Ρωμαίοι και άλλοι πολίτες εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Μεσσήνης. Οι νέοι αυτοί έποικοι έφεραν μαζί τις συνήθειες και τις ιδιαίτερες προτιμήσεις τους στη διατροφής. Οι Μεσσήνιοι διατηρούσαν ανέκαθεν φιλικές σχέσεις με τους Ρωμαίους. Αυτοκράτορες όπως οι Τιβέριος, ο Κλαύδιος, και κυρίως ο Νέρων, αλλά επίσης και οι Τραϊανός, Αδριανός, Σεπτίμιος Σεβήρος, Μάρκος Αυρήλιος και Λούκιος Βέρος τιμήθηκαν από τους Μεσσήνιους με το στήσιμο ανδριάντων στην αγορά και στο θέατρο.

Το πρώτο κύμα μετανάστευσης από την Ιταλία έλαβε χώρα στα χρόνια της ύστερης Δημοκρατίας, με κύρια περιοχή προέλευσης την Καμπανία. Στους χρόνους του Αυγούστου, μια πολυάριθμη ομάδα εφήβων, η οποία αναγράφεται στους εφηβικούς καταλόγους ως ομάδα «Ξένων και Ρωμαίων», προστέθηκε στις πέντε φυλές της Μεσσήνης που μαστιζόταν από ολιγανθρωπία.

Η μεσσηνιακή κοινωνία ήταν μια ευημερούσα, πολυπολιτισμική και κοσμοπολιτική κοινωνία. Η pax Romana είχε οδηγήσει στην ανάδειξη της Μεσσήνης ως πόλης υψηλού κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου.

 

ΕΛΑΙΩΝΕΣ, ΛΙΒΑΔΙΑ, ΑΜΠΕΛΙΑ ΚΑΙ ΔΑΣΗ

Τα 9,5 χιλιομέτρων μήκους τείχη της Μεσσήνης, που περιέβαλλαν έκταση 290 εκταρίων, περιείχαν στο εσωτερικό τους ελεύθερες περιοχές μεγαλύτερες από τις δομημένες, όπου δεν υπήρχαν κτήρια αλλά αγροί.

Οι εκτάσεις αυτές περιέκλειαν τον ορεινό όγκο της Ιθώμης για υλοτομία, λατόμηση και βοσκή, καθώς επίσης λιβαδικές επίπεδες επεκτάσεις στα νότια, τα δυτικά και τα ανατολικά του κέντρου της πόλης για την καλλιέργεια και την εκτροφή κατοικίδιων ζώων.

Η εικόνα του αστικού τοπίου της Μεσσήνης στην αρχαιότητα, η ευρύτερη περιοχή της πόλης και των τειχών της, δεν ήταν διαφορετική σε εμφάνιση από το σημερινό αρχαιολογικό πάρκο, με τα μεγαλειώδη, επιβλητικά αρχαία κτήρια να δεσπόζουν μεταξύ των ελαιώνων, των αμπελώνων.

 

ΤΟ ΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ

Η διατροφή των κατοίκων της Μεσσήνης και της Μεσσηνίας κατά την αρχαιότητα βασιζόταν σε φυτικές τροφές (φρούτα, λαχανικά, ψωμί, διάφορα σιτηρά, καρπούς και σπόρους), ελαιόλαδο ως κύρια πηγή λίπους, τυρί και ψάρι σε μέτριες ποσότητες, αυγά, μικρή κατανάλωση κόκκινου κρέατος και τοπικού οίνου. Αυτό ακριβώς είναι το πρότυπο της μεσογειακής διατροφής, διάσημο σήμερα για τα οφέλη του στην υγεία του ανθρώπου.

Πέτρος Θέμελης

Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

΄Εθνοαρχαιολογική μελέτη της περιοχής

Ένας από τους στόχους της μελέτης της ιστορίας της περιοχής της Αρχαίας Θουρίας – Μυκηναϊκής Άνθειας  είναι η ανασύνθεση της ζωής της αρχαίας κοινωνίας, της οικονομικής και κοινωνικής τους οργάνωσης και των πρακτικών διαβίωσης. Οι μελετητές – ερευνητές ενδιαφέρονται να αποκαλύψουν το πως ζούσαν και οργάνωναν την καθημερινότητά τους οι άνθρωποι του παρελθόντος, σ’ όλα τα επίπεδα της οργανωμένης ή όχι προσωπικής και κοινωνικής τους ζωής. Η μελέτη επομένως των «χώρων δραστηριότητας» μέσα από την ανάλυση των αρχαιολογικών καταλοίπων συνιστά σημαντικό μέσο για την κατανόηση της προϊστορικής συμπεριφοράς και επομένως και της κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης των αρχαίων κοινωνιών. Το άτομο καθορίζεται από την κοινωνία σε ένα βαθύ, θεμελιώδες επίπεδο και επομένως η δράση του, όσο και αν χαρακτηρίζεται από μια περιορισμένη αυτονομία, στην πραγματικότητα ποτέ δεν είναι εντελώς αυτόνομη και ανεξάρτητη. Κατανοώντας επομένως τις εκφάνσεις της ανθρώπινης πράξης και συμπεριφοράς, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, μπορούμε να συνάγουμε συμπεράσματα και για τη δομή και την οργάνωση της κοινωνίας.

Σχηματικό διάγραμμα φυτολίθων , Caroline A.E. Strömberg, University of Washington

Η συνήθως αποσπασματική ωστόσο φύση της αρχαιολογικής μαρτυρίας και η προβληματική συνάφεια των ανασκαφικών δεδομένων συνιστούν ένα σημαντικό πρόβλημα στην προσπάθεια κατανόησης των προϊστορικών πρακτικών. Έτσι, ερωτήματα σχετικά με την κατοίκηση χώρων, τη χρονική αλληλουχία φάσεων εγκατάστασης και χρήσης των «χώρων δραστηριότητας» δεν βρίσκουν πάντα σαφείς απαντήσεις.

Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να ξεκινήσουμε από την παραδοχή ότι μια συγκεκριμένη χωρική διάταξη καταλοίπων σχετίζεται με ένα σύστημα δυναμικών συνθηκών του παρελθόντος, για να επιδιώξουμε την αναγνώριση στοιχείων-μορφών του χώρου (κατασκευές, κτίσματα, οριοθετημένοι χώροι) προκειμένου να ανιχνευτεί η συγχρονική (οριζόντια) και διαχρονική (κάθετη)  χρήση του.

Η σύγχρονη έρευνα προσπαθεί να δώσει λύσεις στα παραπάνω ζητήματα χρησιμοποιώντας νέες μεθόδους προσέγγισης ανάλογα με την αρχαιολογική θέση, τη διατήρησή της και το είδος των σωζόμενων καταλοίπων της.

Έτσι, παράλληλα με τις παραδοσιακές μεθόδους μελέτης ανασκαφικών υλικών όπως της κεραμικής, των λίθινων και των οστέινων εργαλείων, σήμερα χρησιμοποιούνται διάφορες νέες γεωαρχαιολογικές προσεγγίσεις. Ιδιαίτερα όπου τα απτά-ορατά κατάλοιπα είναι λιγοστά ή απόντα, εφαρμόζονται σύγχρονες μέθοδοι που επιχειρούν να αποκρυπτογραφήσουν την ανθρώπινη παρουσία και δράση με βάση τα μικροσκοπικά ίχνη που διασώζονται στα ιζήματα. Τέτοιες μέθοδοι αφορούν άλλοτε χημικές αναλύσεις ιζημάτων με στόχο την ανακάλυψη ιχνών τροφής ή άλλων οργανικών καταλοίπων (π.χ. δέρματα ζώων) που τεκμηριώνουν τη χρήση ενός χώρου, άλλοτε μικρομορφολογικές αναλύσεις αρχαιολογικών επιχώσεων για την κατανόηση της στρωματογραφίας στη μικροκλίμακα, άλλοτε ανάλυση ζωοαρχαιολογική και άλλων περιβαλλοντικών δεικτών (όστρεα, έντομα), ή τέλος ανάλυση φυτικών καταλοίπων, τόσο μακροσκοπικά – όταν αυτά σώζονται με τη μορφή τμημάτων ξύλων, σπόρων ή ξυλάνθρακα – όσο και μικροσκοπικά (γύρη, φυτόλιθοι).Η εθνοαρχαιολογία είναι επίσης ένας κλάδος που έχει προσφέρει πολλά προς την κατεύθυνση της κατανόησης και μελέτης των χώρων.

Hayley PhD Researcher within the Department of Archaeology at the University of York

Articulated Pearl Millet (Pennisetum glaucum) Leaf Bilobate Phytoliths                                                                                                         Hayley ,  Department of Archaeology , University of York       

 

Στο πλαίσιο της εθνοαρχαιολογικής προσέγγισης για την αναγνώριση της χρήσης του χώρου της περιοχής της Αρχαίας Θουρίας είναι απαραίτητη η μελέτη των ανόργανων φυτικών καταλοίπων, δηλαδή των φυτολίθων. Οι φυτόλιθοι είναι μικροσκοπικές μορφές άμορφου διοξείδιου του πυριτίου (οπάλιος) που δημιουργούνται στα κυτταρικά τοιχώματα του επιδερμικού ιστού των φυτών. Ο οπάλιος τείνει να αντιγράφει το σχήμα των κυττάρων και ως εκ τούτου, μετά την αποσύνθεση των φυτών, απομένει στο ίζημα ως μοναδική μαρτυρία. Οι φυτόλιθοι είναι οι πιο σταθεροί βιογενείς παράγοντες και διατηρούνται στην πλειονότητα των φυσικών περιβαλλόντων, με αποτέλεσμα συχνά να αποτελούν τη μοναδική παλαιοβοτανική μαρτυρία σε μια αρχαιολογική θέση. Άλλωστε το γεγονός ότι σώζονται σε ικανοποιητικές ποσότητες, ώστε να αντιπροσωπεύουν τα ιζήματα, από τα οποία προέρχονται, καθώς και το ότι παρουσιάζουν μορφολογικές διαφοροποιήσεις ταξινομικής σπουδαιότητας τους καθιστούν ένα ισχυρό εργαλείο αποκωδικοποίησης του χώρου, στον οποίο εμπεριέχονται.

Στις  πρόσφατες ανασκαφές στο Φάληρο ( Δεσμώτες του Φαλήρου ) από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα  ASCSA (εργαστήριο Malcolm H. Wiener) καθώς και εκείνες της Αμφίπολης προκειμένου να αποκωδικοποιηθούν οι χώροι ενεπλάκησαν πολλοί επιστήμονες όπως :

Γεωαρχαιολόγοι, Αρχαιοβοτανολόγοι, Αρχαιοσκελετολόγοι, Αρχαιομέτρες, Αρχαιοπολεοδόμοι, Αρχαιοκλιματολόγοι , Βιοαρχαιολόγοι, Ζωοαρχαιολόγοι, Κοινωνιολόγοι  της Αρχαιότητας κλπ.

Το μεγάλο πλήθος των επιστημόνων καθιστά υψηλό το κόστος της ανασκαφής. Στην περιοχή της Αρχαιας Θουρίας η επιχειρούμενη ανασκαφή γίνεται με πενιχρά σχετικά μέσα οπότε δεν είναι δυνατή η αξιοποίηση των φυτολίθων και των υπόλοιπων στοιχείων που θα μπορούσαν αναμφισβήτητα να αποκωδικοποιήσουν τον χώρο. Αυτό είναι ένα μεγάλο εμπόδιο στους ερευνητές που θα προσπαθήσουν να μελετήσουν την ιστορία της περιοχής.

Πρέπει να αναρωτηθούμε αν ο υπερβολικός ενθουσιασμός  για την ανάδειξη της περιοχής μας εμποδίσει να τεκμηριώσουμε  επιστημονικά (συνέδρια , άρθρα κλπ)  τις εκφάνσεις της ανθρώπινης πράξης και συμπεριφοράς των Θουριατών και των Ανφειατών, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα και μήπως δεν μπορέσουμε να συνάγουμε συμπεράσματα και για τη δομή και την οργάνωση της κοινωνίας τους.

Τέλος προκειμένου να έχει ωφέλιμη ανάδειξη η περιοχή είναι  απαραίτητη η συνεργασία όλων των εμπλεκομένων επιστημόνων με την ανασκαφή (Αρχαιοβοτανολόγοι, Αρχαιοκοινωνιολόγοι, Βιοαρχαιολόγοι, Διατροφολόγοι κλπ) όπως γίνεται στις παραπάνω αναφερόμενες ανασκαφές.

Αν δεν γίνει δυνατή η συνεργασία θα πρέπει να θυμηθούμε τον μύθο της Νιόβης.

καὶ γάρ τ᾽ ἠΰκομος Νιόβη ἐμνήσατο σίτου,τῇ περ δώδεκα παῖδες ἐνὶ μεγάροισιν ὄλοντο ἓξ μὲν θυγατέρες, ἓξ δ᾽ υἱέες ἡβώοντες

Όμηρος Ω 600

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΣΑΡΤΣΙΔΟΥ: Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΦΥΤΟΛΙΘΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ
ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών 2009

Fabrice Colin; Jean Dominique Meunier (2001). Phytoliths. Washington, DC: Taylor & Francis

Piperno, Dolores R. (1988). Phytolith analysis: an archaeological and geological perspective. Boston: Academic Press

Goldberg, P., V.T. Holliday & C. R. Ferring (2001). Earth Sciences and Archaeology. New York: Kluwer Academic/Plenum Publishers.

Lustek, Robert Karl. (2008). Setting the Archaeology of Maize on Its Ear: The Use of Phytolith Assemblages to Identify Lineages of Maize. University of Minnesota

Courty, M. A., P. Goldberg & R. I. Macphail (1989). Soils and Micromorphology in Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press

Davidson, D. A. & M. L. Shackley  (1976). Geoarchaeology: Earth Science and the Past. Boulder: Westview Press

Rapp, G. Jr. & C. L. Hill (1998). Geoarchaeology: The Earth-Science Approach to Archaeological Interpretation. New Haven: Yale University Press

Jr, George V. Roberts; Susan C. Mulholland; Rapp, George Robert (1992). Phytolith systematics: emerging issues. New York: Plenum Press

Caroline A.E. Strömberg, University of Washington

 

https://www.eleftheriaonline.gr/local/politismos/ekdiloseis/item/124414-kentro-meletis-istorias-arxaias-thourias-oi-fytolithoi-tis-arxaias-thourias

Κράτα το

Πρόκειται για ένα περιζήτητο για την νοστιμιά του μανιτάρι της περιοχής αρχαίας Άνθειας – Θουρίας.

Πηγή: Agaricus campestris, Πρόβειο, Κουκουβάκι

Εκδήλωση για τα «Νομίσματα της Αρχαίας Θουρίας» από την KPMG

Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της KPMG με τους εισηγητές

Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της KPMG με τους εισηγητές

Η KPMG στο πλαίσιο της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης και σε συνεργασία με την Κυπριακή Νομισματική Εταιρεία διοργάνωσε μια ξεχωριστή εκδήλωση με θέμα «Νομίσματα της Αρχαίας Θουρίας». Η παρουσίαση έγινε από τον Δρ. Γεώργιο Σκούρα στο Πολιτιστικό  Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου.

Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Νομισματικής Εταιρείας Ανδρέας Πιτσιλλίδης χαιρέτησε την εκδήλωση, προσφωνώντας  τους συλλέκτες νομισμάτων, τα μέλη της Κυπριακής Νομισματικής Εταιρείας και όλους όσους παρευρέθηκαν στην εκδήλωση. Στη συνέχεια παρουσίασε  ένα σύντομο βιογραφικό για τον Ελλαδίτη ομιλητή Δρ. Γεώργιο Σκούρα.

Ο Δρ. Σκούρας τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να τεκμηριώσει του λόγους μείωσης της εντροπίας στην ευρύτερη περιοχή της Μυκηναϊκής Άνθειας – Αρχαίας Θουρίας στο πλαίσιο της Κοινωνιολογίας της Αρχαιότητας. Στην παρουσίαση ο Δρ. Σκούρας προσπάθησε να παρουσιάσει όλα τα νομίσματα του Νομισματοκοπείου της Αρχαίας Θουρίας και να συνδέσει τα περισσότερα απ’ αυτά στο πλαίσιο της αρχαιοκοινωνιολογίας, με τον μοναδικό και μεγαλοπρεπή Ναό της Συρίας Θεάς, την άνθιση του εμπορίου στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και την καθοριστική σχέση της Κύπρου με τα παραπάνω και με τους κατοίκους της Αρχαίας Θουρίας.

Skoura

Εικόνα  —  Posted: 28 Μαΐου, 2015 in ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

ΙσταρΘουριάται δε εκ της πόλεως εν μετεώρω το αρχαίον οικουμένης ές το πεδίον κατελθόντες οικούσιν, ου μην πάντα πασίγε ουδέ την οίκο πόλιν εκλελοίπασιν αλλά και τείχους ερείπια και ιερόν εστί αυτόθι ονομαζόμενον θεού Συρίας την δε εν τω πεδίω πόλιν ποταμός καλούμενος Άρις παρέξεισι.    Παυσανίας Μεσσηνιακά

Η λατρεία της Συρίας θεάς κυριαρχούσε στην αρχαία Θουρία την εποχή του Παυσανία.  Στη Συρία η θεά ονομαζόταν Ατάργατις ή Δερκετώ. Ταυτιζόταν με την ‘ Ηρα ή την Αφροδίτη Ασσυρία.  Το λατρευτικό της κέντρο ήταν η πόλη, που οι Σύριοι αποκαλούσαν «Mabog ή Maambuki» και οι Μακεδόνες Βαμβύκη. Ήταν κτισμένη στη δεξιά όχθη του Άνω Ευφράτη στη βόρεια Συρία (Αραμαία), επάνω στον κύριο εμπορικό δρόμο, που συνέδεε την Αντιόχεια με τη Μεσοποταμία. Μετά την αναδιοργάνωση του ιερού της από τους Σελευκίδες (γύρω στο 300 π.Χ.) μετονομάστηκε σε Ιεράπολη.

Προτομή της Συρίας Θεάς σε έντονο ανάγλυφο σε λευκό ογκόλιθο. Έχει κυματιστά μαλλιά όπως το νερό , τεράστια μάτια σαν ψάρι και ένα πέπλο που ολοκληρώνεται από δύο ψάρια.  Από το ναό Ναβαταίων στην Υπεριορδανία. Χρονολογείται στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ.

Προτομή της Συρίας Θεάς σε έντονο ανάγλυφο σε λευκό ογκόλιθο. Έχει κυματιστά μαλλιά όπως το νερό , τεράστια μάτια σαν ψάρι και ένα πέπλο που ολοκληρώνεται από δύο ψάρια.
Από το ναό Ναβαταίων στην Υπεριορδανία. Χρονολογείται στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ.

Εδώ η θεά λατρευόταν με τον άρρενα πάρεδρο της Hadad και τον ‘Αδωνη. Είχε μεγάλο και πλούσιο ιερό στο κέντρο της πόλης, κοντά στο οποίο υπήρχε  τεχνητή λίμνη με μεγάλα ψάρια,  που περιγράφει ο Λουκιανός (Περί της Σοριης θεοϋ).  Η παλιότερη παράσταση της θεάς χρονολογείται στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ.,  εποχή των Χαναναίων, επομένως η λατρεία της είναι αρχαιότατη.

Η Θεά φορώντας μια εντυπωσιακή κορώνα ενω πλαισιώνεται από περιστέρια. Από το ναό του Άδωνη

Η Θεά φορώντας μια εντυπωσιακή κορώνα ενω πλαισιώνεται από περιστέρια. Από το ναό του Άδωνη

Στο εξωτερικό ως θεά της διασποράς αποκαλούνταν Συρία Θεά Παρθένος,  Παρθένος,  Συρία Αφροδίτη, Ατάργατις,  Ατάργατις Σώτειρα, Παρθένος Βαμβυκία, Διάσυρος Θεά, Dea «Syria -και συνεκδοχικά «Diasyria (Διασύρια) ή Iasura ή Suria». Ήταν δηλαδή μια θεά που καταγόταν, από τη Συρία, πού η λατρεία της μεταφέρθηκε στα παράλια της Μ. Ασίας, στην Αίγυπτο (Μάγδολα και Φιλαδέλφεια), στα νησιά του Αιγαίου, στην Εύβοια, στην Πελοπόννησο, στην Αιτωλία, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία και στη Θράκη. Αργότερα μεταφέρθηκε στη Σικελία, στη Ρώμη και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο μέχρι την Αγγλία.
Κατά κύριο λόγο ήταν μια θεά της γονιμότητας, αλλά, ως προστάτιδα της πόλης και των ανθρώπων της, ήταν επίσης υπεύθυνη για την προστασία τους και την ευημερία. Επιβλητικό ιερό της βρισκόταν στην Ιεράπολη. js4-lgΣυχνά και ευρέως περιγράφοταν ως η γοργόνα-θεά.
Σύζυγος της είναι συνήθως Hadad. Τα περιστέρια και τα ψάρια θεωρούνται ιερά από αυτήν, τα περιστέρια ως έμβλημα της Αγάπης, και τα ψάρια ως σύμβολα της γονιμότητας και της ζωής των υδάτων.
Το όνομα Ατάργατις προκύπτει από την ένωση του θείου ονόματος Αταρ. Το δεύτερο μέρος ( gatis ) μπορεί να σχετίζεται με την ελληνική γάδος «ψάρι» . Για παράδειγμα , το ελληνικό όνομα για το «θαλάσσιο τέρας τη φάλαινα» είναι ο συγγενής όρος κήτος . Έτσι Ατάργατις μπορεί απλά να σημαίνει η θεά ψάρι.
js5-lgΩς συνέπεια του πρώτου μισού του ονόματος  ( Ατάρ γατις)  πολύ συχνά, αν και λανθασμένα μπερδεύεται η Συρία Θεά με την Αστάρτη. Οι δύο θεότητες ήταν πιθανώς ς κοινής καταγωγής και έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά , αλλά οι λατρείες τους είναι ιστορικά διακριτές. Για παράδειγμα σε ναούς της Συρίας Θεάς στο Ascalon,την Ιεράπολη, την Bambyce και την Έδεσσα, υπήρχαν λίμνες με ψάρια που μόνο οι ιερείς της μπορούσαν να αγγίξουν.

Στην Αρχαία Θουρία λόγω του ποταμού Άρι, η λατρεία της θεάς είχε εισαχθεί ήδη από τον 3ο αι. π.Χ. από εμπόρους της Θουρίας, από τους Μακεδόνες και εξελληνισμένους Σύριους εμπόρους , από Σύριους δούλους, αλλά και από αγύρτες ιερείς. Η λατρεία της γενικά συναντάται σε νησιά, σε παραλιακές πόλεις, όπου υπήρχαν συντεχνίες εμπόρων, ψαράδων, ή Σύριοι έμποροι και δούλοι, αλλά και στην ενδοχώρα της κυρίως Ελλάδας, όπου υπήρχαν μεγάλες πηγές, λίμνες ή ποτάμια. Κατά τις ετήσιες γιορτές της Συρίας Θεάς οι κάτοικοι των πόλεων και κωμών γύρω από τα ιερά της πραγματοποιούσαν καταβάσεις στη θάλασσα στις λίμνες ή στα ποτάμια.

Η οπίσθια όψη ενός νομίσματος από την Κυρρηστική που απεικονίζει  την Ατάργατις καβάλα σ ένα λιοντάρι, φορώντας στέμμα  και κρατώντας  σκήπτρο

Η οπίσθια όψη ενός νομίσματος από την Κυρρηστική που απεικονίζει την Ατάργατις καβάλα σ ένα λιοντάρι, φορώντας στέμμα και κρατώντας σκήπτρο

Η θεά δεν είχε πουθενά καθολική λατρεία, αλλά μόνο από θιάσους,- δηλαδή από συλλόγους που δημιουργούνταν χάριν της λατρείας, όπως γίνονταν και με τις άλλες ξενόφερτες λατρείες.
Η Συρία Θεά, η μητέρα του Ιχθύος, πολλές φορές παριστάνεται ως ωραία γυναίκα, με χιτώνα και ιμάτιο, με πύργο στο κεφάλι, άλλοτε όρθια επάνω σε θαλάσσιο κήτος, άλλοτε καθιστή με γυναικείο τρόπο σ’ αυτό. Σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές αρχικά παριστανόταν ως ψάρι με γυναικείο κεφάλι ή με ψαρίσιο το κάτω μέρος του σώματος της, δηλαδή όπως και η Γοργόνα, η αδελφή του Μέγα Αλεξάνδρου. Το ψάρι, όπως το λιοντάρι και το περιστέρι, ήταν τα ιερά της ζώα. Ήταν θεά της γονιμότητας των ανθρώπων, των ζώων, των ψαριών και των πουλιών, αλλά ταυτόχρονα και θεά του θανάτου. Γι’ αυτό με τη διάδοση της λατρείας της σε διάφορους τόπους και λαούς σταδιακά συγκέντρωσε εικονογραφικά χαρακτηριστικά και λατρευτικές υποστάσεις πολλών θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, της Ήρας, της Δήμητρας, της Άρτεμης, της Ρέας-Κυβέλης, της Ίσιδας, της Σελήνης, της Νέμεσης, της Τύχης και των Μοιρών. Σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές και την εικονογραφία τα εμβλήματα της ήταν η άτρακτος, το πηδάλιο, το σκήπτρο, η φιάλη, το κέρας και η δέσμη από στάχυα στα χέρια, ο πύργος, καθώς και ο μηνίσκος και οι ακτίνες στο κεφάλι.

20051225-151425_Jordan_Archeological_Museum_Amman_Atargatas_[Atargatis].med

Οι πρώτες γνωστές ιστορίες για γοργόνες εμφανίστηκαν στην Ασσυριακή μυθολογία το 1000 π.Χ.  Η θεά Αταργάτις, μητέρα της Ασσύριας βασίλισσας Σεμίραμις, αγάπησε έναν θνητό βοσκό και ακούσια τον σκότωσε. Ντροπιασμένη έπεσε μέσα σε μια λίμνη για να πάρει τη μορφή ενός ψαριού, αλλά τα νερά δεν κρύψανε τη θεϊκή της ομορφιά. Συνεπώς πήρε τη μορφή μιας γοργόνας, – άνθρωπος επάνω από τη μέση και ψάρι κάτω από αυτήν.
Σύμφωνα με μια άλλη ιστορία από τον Λατίνο Hyginus, ένα αυγό έπεσε από τον ουρανό μέσα στον Ευφράτη, βγήκε στο έδαφος από τα ψάρια και τα περιστέρια εγκαταστάθηκαν σε αυτό και να εκκολαφθεί.Έτσι γεννήθηκε η Συρία Θεά.

2mermaid13

Οι Έλληνες αναφέρονταν στην Αταργάτις υπό την ονομασία Δερκετώ.
Πριν από το 546 π.Χ., ο Μιλήσιος φιλόσοφος Αναξίμανδρος πρότεινε ότι το ανθρώπινο γένος είχε ξεπηδήσει από υδρόβια είδη ζώων. Πίστευε ότι οι άνθρωποι, με την εκτεταμένη παιδική ηλικία τους, δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν διαφορετικά.
Κατά τον Αθηναίο (346d-e), κάθε μέρα οι ιερείς έφερναν στη θεά ψάρι που ζούσε στη λίμνη, κοντά στο ιερό της και το τοποθετούσαν σε τράπεζα, μπροστά στο άγαλμα της μέσα στο ναό, ωραία μαγειρεμένο, πρώτα βρασμένο και μετά ψημένο.’ Στη συνέχεια οι ιερείς έτρωγαν το ψάρι, που ήταν ιερό ζώο της θεάς, γιατί τρωγόταν σε θυτήριο γεύμα ενώπιον της.

Η οπίσθια όψη ενός νομίσματος του Δημητρίου III απεικονίζει τα ψάρινο σώμα της Ατάργατις, με πέπλο, κρατώντας λουλούδια, ενω πλαισιώνεται από στελέχη κριθαριού.

Η οπίσθια όψη ενός νομίσματος του Δημητρίου III απεικονίζει τα ψάρινο σώμα της Ατάργατις, με πέπλο, κρατώντας λουλούδια, ενω πλαισιώνεται από στελέχη κριθαριού.

Το ψάρι πιθανότατα προσφερόταν ως τροφή σε ειδικές μυστηριακές τελετές, οπότε οι ιερείς και οι μύστες που τα έτρωγαν έφερναν τη θεά μέσα τους και αναγεννώνταν. Η μύηση κατά τις τελετές της Συρίας Θεάς θα είχε έτσι εσχατολογικές επαγγελίες. Σύμφωνα με τον Παυσανία (VII, 26, 7;), όσοι μετείχαν στη λατρεία της Συρίας Θεάς , έπρεπε την καθορισμένη μέρα της μυστηριακής τελετής να είναι «καθαροί», παραμένοντας εγκρατείς και νηστεύοντας. Ο ίδιος περιηγητής (IV, 31, 2) αναφέρει ιερό της Συρίας Θεάς στην Άνω πόλη της Θουρίας της Μεσσηνίας, που πιθανότατα είχε ιδρυθεί στα ελληνιστικά χρόνια. Αργότερα κτίστηκε στην Κάτω πόλη ναός, όπου στήνονταν τα ψηφίσματα της Θουρίας. Στην Αρχαία Θουρία η μύηση γινόταν μετά την επίσημη πομπή, με μυστηριακή τελετή σε ειδικό χώρο, όπου παρευρίσκονταν πολλοί, με τα τιμώμενα πρόσωπα επικεφαλής. Συνήθως η λατρεία της θεάς στην υπόλοιπη Ελλάδα γινόταν σε «οίκους», όπως αρχικά στη Δήλο, δηλαδή σε ειδικούς χώρους για μύηση, γιατί οι συνηθισμένοι ναοί των ελληνικών θεών ήταν ακατάλληλοι για τις ιδιόμορφες αυτές λατρείες. Όπως προαναφέρθηκε, η Συρία Θεά λατρευόταν κυρίως από δούλους, από ψαράδες και εμπόρους, κοντά σε ποτάμια, λίμνες ή στη θάλασσα και θεωρούνταν προστάτιδα τους.
Η έντονη και ιδιόμορφη λατρεία της ιχθυόμορφης αυτής θεάς στη Βοττιαία, (την καρδιά του μακεδόνικου κράτους, που στα χρόνια του Λουκιανού (δεύτερο μισό του 2ου αι. μ.Χ.) χαρακτηριζόταν ως επιχώρια θεός δαίμων και που επιγραφικά μαρτυρείται με την τοπική προσωνυμία Γυρβιάτισσα, καθώς και η έντονη λαϊκή ανάμνηση των δολοφονιών από τους διαδόχους του μακεδονικού θρόνου των παιδιών του Μ. Αλεξάνδρου (του Ηρακλή και του Αλεξάνδρου Δ’), καθώς και των γυναικών, που σχετίζονταν με το μεγάλο στρατηλάτη (της μητέρας του Ολυμπιάδας, των αδελφών του Κλεοπάτρας και Θεσσαλονίκης, των συζύγων του Ρωξάνης και Βαρσίνης), μπορεί να οδήγησαν στη δημιουργία του αρχικού πυρήνα του μύθου της ιχθυόμορφης-σειρηνόμορφης εναλίας δαίμονος Γοργόνας, της ωραίας κόρης ή αδελφής του Μ. Αλεξάνδρου, ο οποίος μας παραδίδεται σχετικά αργά στις πηγές [Ψευδο-Καλλισθένης (300-350 μ.Χ.)]. Μπορεί να υποστηριχτεί δηλαδή, πρώτον, ότι ο μύθος της Γοργόνας στη Μακεδονία έχει τις ρίζες του στα ελληνιστικά χρόνια και δεύτερον, ότι ο μύθος μπορεί να σχετιστεί με τη λατρεία της Συρίας Θεάς, που διαδόθηκε από τη Συρία, κυρίως μετά την αναδιοργάνωση του ιερού της.

Derceto, from Athanasius Kircher's Oedipus Aegyptiacus, 1652.

Derceto, from Athanasius Kircher’s Oedipus Aegyptiacus, 1652.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ένας άλλος μύθος του ρομάντζου του Μ. Αλεξάνδρου («Διήγησις περί του Μ. Αλεξάνδρου δια την Σεμίραμιν») έχει πρωταγωνιστές τον Αλέξανδρο και τη Σεμίραμη, βασίλισσα της Βαβυλώνας, η οποία είχε κατακτήσει τις ίδιες περιοχές, που αργότερα κατέλαβε ο Μακεδόνας βασιλιάς. Το ενδιαφέρον είναι ότι η Σεμίραμη θεωρείτο κόρη της Συρίας Θεάς και συλλατρευόταν μ’ αυτήν στα μεγάλα ιερά της στην Ανατολή.

Παύλος Χρυσοστόμου . Αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και Θράκη κατα το έτος 1989. ‘Εκδοση του ΤΑΠ . Τρίτος Τόμος.

matrifocus

WIKIPEDIA

Κείμενα Αταργάτιδος

ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

P. Lambrechts – P. Noven, Nouvelle Clio 6,-1954, 258-277
W. Drijvers, «Die Dea. Syria und andere svrisohe Gottheiten im Imperium Rom’anum»
Απουλήιο, Μεταμορφώσεις, VII, 24-30, IX,. 1. 4. 8-10
Rh. Bruneau, Recherches sur les Cultes de Dilos a I’epoque hellenistique et a I’epoque imperiale (1970)
F. J. Doelger, IX0TC, II, Der heilige Fisch in den antiken Religionen und in Christentum (1922)
Λουκιανός, «Περί της Συρίης θεού 14»

images1Στη μυθική σύλληψη του Kόσμου το Δέντρο δεν κατέχει στοιχειακή θέση.  Mολαταύτα, πάμπολλες μυθικές κοσμολογίες επιφυλάσσουν στο δέντρο θέση κεντρική: το Δέντρο «είναι» ο Kόσμος, ο Kόσμος «είναι» Δέντρο.
Η λατρεία των δένδρων , φαινόμενο που ξεπερνά τα όρια ενός γεωγραφικού χώρου και προσλαμβάνει σχεδόν παγκόσμιες διαστάσεις σε διαφορετικές ηπείρους και διαφορετικούς πολιτισμούς, ανιχνεύεται καταγωγικά σε πρώιμες εποχές, μέσα από την εικονογραφία του προϊστορικού κόσμου. Το μοτίβο του δέντρου, που εμφανίζεται σχηματοποιημένο, με μια ιερή και κυρίαρχη μορφή να είναι καθισμένη στη βάση του, φαίνεται να έχει επηρεάσει συγγενικούς ή και γειτονικούς πολιτισμούς της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής και να έχει εκφράσει τις θρησκευτικές αντιλήψεις που ως αφετηρία έχουν την ετήσια αναγέννηση της Φύσης.
imagesΣτα παραδείγματα που γνωρίζομε από τον ελληνικό χώρο (π.χ. στα περίφημα κρητικά και μυκηναϊκά δακτυλίδια) το ιερό δέντρο φαίνεται να συνδέεται με την επιφάνεια της θεότητας.  Η θεότητα εμφανίζεται δίπλα στο δέντρο ύστερα από τελετουργίες και χορούς που μοιάζουν εκστατικοί· οι λατρευτές αγγίζουν τα κλαδιά του δέντρου ή τα τραβούν, σε μια προσπάθεια στενότερης επαφής ή τελετουργικού σεισίματος.
H μυθική ολιστική σκέψη , που αναγνωρίζει μεν τις διαφορές αλλά που δεν κάνει, δεν χρειάζεται, αυστηρές ταξινομήσεις προκειμένου να «εννοήσει» τον κόσμο- προσεγγίζει το φαινόμενο της ζωής ως αδιάσπαστη συνέχεια· και τοποθετεί την ύπαρξη του δέντρου στη ζώνη του «οριακού»: μεταξύ φυτικού και ζωικού, άρα κοντά στο θεϊκό.  Oι ομοιότητες του δέντρου με τον άνθρωπο εντυπωσιάζουν, όσο και οι διαφορές του. Η πεποίθηση αυτή του αρχαϊκού ανθρώπου που διατηρήθηκε με την όποια εξέλιξή της μέχρι σήμερα (Βάγια, Μυρτιά κ.λ.π.), τους προϊστορίκούς χρόνους τοποθετείται μέσα στην έννοια της δενδρολατρείας και επιβεβαιώνεται εκτός των άλλων με τα δύο εξαίρετα δείγματα μικροτεχνίας:
το χυτό, συμπαγές σφραγιστικό δακτυλίδι, που βρέθηκε ακουμπισμένο στο στήθος μιας νεκρής γυναίκας (Αρχάνες, Νεκροταφείο Φουρνί) και το σύγχρονό του  χυτό, συμπαγές σφραγιστικό δακτυλίδι, που βρέθηκε στην ‘Ανθεια

Σφραγιστικό δακτυλίδι με σκηνή δενδρολατρείας

Σφραγιστικό δακτυλίδι με σκηνή δενδρολατρείας . Αρχάνες 15ος -16ος Π.Κ.Χ.

Η μικροσκοπική του σφενδόνη διακοσμείται με την πιο σπουδαία και εκφραστική σκηνή της μινωικής θρησκείας. Στο κέντρο εικονίζεται ρωμαλέα γυναικεία μορφή, ίσως θεά ή ιέρεια, που φορεί πλούσιο ένδυμα και έχει ανασηκωμένο το δεξί χέρι σε στάση ευλογίας. Αριστερά της, ένας νεαρός άνδρας, γεμάτος δύναμη και πάθος, αγγίζει ή ξεριζώνει ένα δένδρο, που βρίσκεται μέσα σε τριμερές ιερό με περίβολο. Στην άλλη άκρη της σύνθεσης ένας δεύτερος άνδρας, γονατισμένος, αγκαλιάζει θρηνώντας ένα αντικείμενο, μάλλον ταφικό πίθο. Η δραματική αυτή σκηνή ερμηνεύεται από τους μελετητές ως αναπαράσταση του κύκλου της ζωής, βασικό στοιχείο της μινωικής λατρείας.

ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

Χρυσός σφραγιστικός δακτύλιος με παράσταση θεοτήτων σε άρμα που σύρεται από γρύπες. Μοναδικό θέμα που απαντά μόνο στη μινωική Κρήτη. Άνθεια (θολωτός τάφος)

Χρυσός σφραγιστικός δακτύλιος με παράσταση θεοτήτων σε άρμα που σύρεται από γρύπες. Μοναδικό θέμα που απαντά μόνο στη μινωική Κρήτη.
Άνθεια (θολωτός τάφος) 15ος -16ος Π.Κ.Χ.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ

Στον δακτύλιο εκτός τους ιππόγυπες και το άρμα των  θεοτήτων απεικονίζονται δύο φοίνικες και μία ελιά που μπορούν να θεωρηθούν τα ιερά δένδρα της Μυκηναϊκής Άνθειας σαν στοιχεία δενδρολατρείας.

Ο φοίνικας εμφανίζεται στην τέχνη του προϊστορικού Αιγαίου πολύ νωρίς, στη Μεσομινωική II (1800 – 1700)Π.Κ.Χ., και αποτελεί μακρόβιο και δημοφιλές διακοσμητικό θέμα, αφού απαντάται ανελλιπώς έως και το τέλος της Υστεροελλαδικής III Γ (1190 – 1060) Π.Κ.Χ. σε ποικίλες μορφές θρησκευτικής εικονογραφίας.  Αν και ακολουθεί την πορεία που χαρακτηρίζει τη μυκηναϊκή τέχνη γενικά, αρχίζοντας από φυσιοκρατικές απεικονίσεις και καταλήγοντας σε εντελώς γραμμικές, παραμένει αναγνωρίσιμος και στις πιο αφαιρετικές αποδόσεις για δύο κυρίως λόγους: α) τα σαφή χαρακτηριστικά του (απόλυτη συμμετρία, διακλαδώσεις στον κορμό, χαρακτηριστικά κλαδιά αποτελούμενα από συμμετρικά λογχοειδή φύλλα) και β) την ιδιαίτερη σημασία του στη θρησκευτική εικονογραφία. Η παρουσία ενός ή περισσότερων φοινικόδεντρων δηλώνει το τέμενος, τον ιερό χώρο όπου προσέρχονται οι λατρευτές και διαδραματίζονται τελετουργικά δρώμενα προς τιμήν της θεότητας (θυσίες, αναίμακτες προσφορές, χορός). Το δέντρο σχετίζεται ιδιαίτερα με το βωμό, οπού τελούνται θυσίες ζώων. Ο εικονογραφικός συσχετισμός είναι είτε άμεσος (με την παρουσία των σφαγιασθέντων ή προς θυσία ζώων) είτε έμμεσος (χωρίς την παρουσία των ζώων αλλά με υπαινιγμό της θυσίας). Για παράδειγμα, άμεση δήλωση της θυσίας υπάρχει στο σφραγιδόλιθο Montigny  στον οποίο εικονίζεται το θυσιασμένο ζώο, με τη μάχαιρα ενσφηνωμένη, επάνω σε τράπεζα προσφορών. Δίπλα του βρίσκεται ένας φοίνικας.

Ο σφραγιδόλιθοες Montigny, ο οποίος βρέθηκε ατις Μυκήνες. "Εικονίζει το θυσιασμένο ζώο στην τράπεζα προσφορών. Μουσείο Βερολίνου

Ο σφραγιδόλιθοες Montigny, ο οποίος βρέθηκε ατις Μυκήνες. «Εικονίζει το θυσιασμένο ζώο στην τράπεζα προσφορών. Μουσείο Βερολίνου

Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η παράσταση του συγκεκριμένου σφραγιδόλιθου αποτελεί απεικόνιση των Διπολίων, γιορτής προς τιμήν του Δία, για την οποία «το θυσιαζόμενο ζώο αρχικά αποτελούσε καθεαυτό ενσάρκωση του δαίμονα της βλάστησης του περασμένου έτους, ο οποίος με το θερισμό  (σημ.: το χρόνο κατά τον οποίο τελούνταν η γιορτή) πέθαινε για να παραχωρήσει τη θέση του στο δαίμονα του νέου έτους. Επομένως, ενδέχεται στη γιορτή των Βουφονίων να επέζησε μια πολύ αρχαία (προθεϊστική) ιερουργία για την ευόδωση της βλάστησης.  Ας σημειωθεί ότι ο συσχετισμός του εορτολογίου της κλασικής εποχής με τη μυκηναϊκή είναι θέμα που έχει μελετηθεί διεξοδικά. Ανεξάρτητα με την ορθότητα ή όχι της πρότασης αυτής, η παρουσία του φοινικόδεντρου στη συγκεκριμένη παράσταση προβληματίζει ως προς το αν έχει σχέση με τη θρησκευτική σκηνή ή αν απλώς τοποθετήθηκε ως διακοσμητικό στοιχείο. Ωστόσο, η υπερβολική κύρτωση του φυτού, προκειμένου να χωρέσει στη σφραγιστική επιφάνεια, δίνει την εντύπωση του οργανικού συμπληρώματος.  Επίσης, η συχνή παρουσία του σε έργα με το ίδιο θέμα μαρτυρά ότι ο ρόλος του δεν είναι αυτός του παραπληρωματικού κοσμήματος: δεν βρίσκεται εκεί από το “φόβο του κενού” του καλλιτέχνη, αλλά επειδή η παρουσία του φοίνικα συνέβαλε στη δήλωση της ιερότητας του χώρου.

Η σημασία του Φοίνικα στην Κρητομυκηναϊκή Θρησκεία

Επιπρόσθετα ο ακέραιος ύστερος γεωμετρικός αμφορέας από τις ανασκαφές του Ν. Πλάτωνα στα Αϊτάνια,  αναπαριστά φοινικόδενδρο με χαρακτηριστική  ομοιότητα σε αντίστοιχα θέματα που απαντούν στην Ύστερη Γεωμετρική περίοδο της Δωδεκανήσου.

Ο ΥΓ αμφορέας από τα Αϊτάνια Πεδιάδος (φωτ. Ι. Παπαδάκης-Πλουμίδης)

Ο ΥΓ αμφορέας από τα Αϊτάνια Πεδιάδος (φωτ. Ι. Παπαδάκης-Πλουμίδης)

Επιπλέον, τα κλαδιά του παραπέμπουν στα φτερά των πουλιών και των μιξογενών όντων από τα σύγχρονά τους κνωσιακά εργαστήρια μεταλλοτεχνίας και αγγειογραφίας . Το γεγονός αυτό υποδηλώνει σχέσεις και αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε εργαστήρια διαφορετικών περιοχών της Ανατολικής Μεσογείου, που συνδυάζουν τις τοπικές παραδόσεις με κοινά ανατολικά πρότυπα .
Η διακόσμηση του αμφορέα από τα Αϊτάνια άπτεται της μεγάλης συζήτησης που αφορά στο δέντρο και τους συμβολισμούς του. Όπως είναι γνωστό, το δέντρο αποτελεί ένα διαχρονικό και διαπολιτισμικό εικαστικό σχήμα με «τοτεμικό» χαρακτήρα . Η εποχική αναγέννηση των φύλλων και των καρπών του προκαλούσε ανέκαθεν θαυμασμό στον άνθρωπο . Εγχάρακτα κλαδιά δέντρων κοσμούν οστέινα παλαιολιθικά εργαλεία , ενώ μια πρώιμη συνεικόνιση δέντρου και ανθρώπου σώζεται στα τοιχώματα του μεσολιθικού σπηλαίου Guevas de la Arana στην Ισπανία .

Πιθαράκι με λευκούς φοίνικες σε μαύρο φόντο. Κνωσός, τέλος Παλαιοανακτορικής περιόδου (Δημοπούλου-Ρεθεμιωτάκη Ν., Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, Αθήνα 2005, σ. 257)

Πιθαράκι με λευκούς φοίνικες σε μαύρο φόντο. Κνωσός, τέλος Παλαιοανακτορικής περιόδου (Δημοπούλου-Ρεθεμιωτάκη Ν., Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, Αθήνα 2005, σ. 257)

Η σημειολογία του δέντρου στον αιγαιακό κόσμο απασχολεί την έρευνα για περισσότερο από έναν αιώνα. Πάμπολλες αξιόλογες μελέτες εξετάζουν την εμφάνιση, την εξέλιξη, την εξαφάνιση, την επανεμφάνιση, την απουσία, την παρουσία και γενικά όλες τις «μεταμορφώσεις»  του συγκεκριμένου μοτίβου. Καταδεικνύεται έτσι ότι σε παρεμφερή πολιτισμικά επίπεδα, που ενδεχομένως ποικίλλουν στις επιμέρους δομές και λεπτομέρειές τους, υιοθετούνται συχνά παρόμοιες επιλογές. Παράλληλα, επιβεβαιώνεται η ικανότητα των ισχυρών συμβολικών εικόνων να προσαρμόζονται σε ποικίλα κοινωνικά, οικονομικά, θρησκευτικά ή ιδεολογικά περιεχόμενα.
Στο πλαίσιο αυτό, το μοτίβο του δέντρου επιβιώνει στην αυστηρά ανεικονική τέχνη των Γεωμετρικών Χρόνων , ενώ γίνεται ιδιαίτερα αγαπητό κατά την Ανατολίζουσα περίοδο, στο εικαστικό λεξιλόγιο της οποίας αξιοποιούνται σταθερότυποι της μινωικής-μυκηναϊκής εικονογραφικής παράδοσης, που αντανακλούν τη διατήρηση της λατρείας της φύσης στη συλλογική μνήμη και στην καθημερινότητα των αντίστοιχων κοινωνιών .

Λευκοί φοίνικες σε μελανό βάθος του όψιμου καμαραϊκού ρυθμού

Λευκοί φοίνικες σε μελανό βάθος του όψιμου καμαραϊκού ρυθμού

Ειδικότερα το φοινικόδεντρο, όπως αυτό που κοσμεί το λαιμό του αμφορέα από τα Αϊτάνια, είναι ένα διακοσμητικό θέμα που εμφανίζεται στην αιγαιακή εικονογραφία από τη ΜΜ ΙΙ ήδη περίοδο .  Λευκοί φοίνικες σε μελανό βάθος κοσμούν αγγεία και σκεύη του όψιμου καμαραϊκού ρυθμού , παραπέμποντας στην τοπική χλωρίδα .

Κατά την ΥΜ/ΥΕ Ι-ΙΙΙ  ο φοίνικας, σχηματοποιημένος ή μη, απεικονίζεται ως βασικό ή παραπληρωματικό μοτίβο πολυάριθμων συνθέσεων, πλαισιώνοντας συχνά θρησκευτικές τελετουργίες και ταφικές πρακτικές . Επιπλέον, οι μεστές συμβολικών νοημάτων συνεικονίσεις του με στοιχεία του φυτικού και ζωικού βασιλείου στις κατάγραφες ΥΜ ΙΙΙΑ2-Β λάρνακες , σηματοδοτούν τις απαρχές της εικονολογικής οργάνωσης ενός ιδεατού, «παραδείσιου», Κάτω Κόσμου. Στο πλαίσιο αυτό, ο φοίνικας ταυτίζεται συχνά με το ανατολικό μοτίβο του «Δέντρου της Ζωής» .
Η απεικόνιση, επομένως, του φοινικόδεντρου στον τεφροδόχο αμφορέα από τα Αϊτάνια σύμφωνα με σχετική μελέτη (Χριστίνα Παπαδάκη, Αρχαιολόγος, M.Sc. στην Προϊστορική Αρχαιολογία) δεν είναι τυχαία. Εξάλλου, οι συνθέσεις με συστάδες δέντρων που στα κλαδιά τους κουρνιάζουν πουλιά, ενίοτε με την επιφαινόμενη θεά της φύσης , είναι ιδιαίτερα αγαπητές στα γεωμετρικά ταφικά αγγεία της Κνωσού. Το συγκεκριμένο θέμα αποδίδεται και τρισδιάστατα στα δύο γνωστά πήλινα ομοιώματα ιερού δέντρου με πουλιά από το Νεκροταφείο της Φορτέτσας

πήλινα ομοιώματα ιερού δέντρου με πουλιά

Ομοίωμα δέντρου με πουλιά στα κλαδιά του. Νεκροταφείο Φορτέτσας Κνωσού, 7ος αι. π.Χ. (Δημοπούλου-Ρεθεμιωτάκη Ν., Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, Αθήνα 2005, σ. 378)

, ως κωδικοποιημένη εικονογραφική εκδοχή τής μετά θάνατον ζωής. Το δέντρο, εξάλλου, ως φορέας της ζωής στο διηνεκές, ταυτίζεται σε τελική ανάλυση με την Αθανασία, ενώ έχοντας τις ρίζες στη γη και τα κλαδιά υψωμένα στον ουρανό συνδέει τον Κάτω, τον Άνω και τον Υπεράνω Κόσμο και, συνειρμικά, τον περασμένο, τον τρέχοντα και τον μελλούμενο Χρόνο. Συμπερασματικά, το φοινικόδεντρο στον αμφορέα των Αϊτανίων αποτελεί μία συμβολική εικόνα που εκφράζει, εκ φύσεως, τη βαθιά πίστη των ανθρώπων της εποχής στην αδιάλειπτη αναγέννηση της ζωής.

Evans A., “Mycenaean Tree and Pillar Cult and its Mediterranean Relations” 1901

Χριστίνα Παπαδάκη, Αρχαιολόγος, M.Sc. Δρ Καλλιόπη Εμμ. Γκαλανάκη, Αρχαιολόγος
ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Archaeology: Ύστερος γεωμετρικός αμφορέας με απεικόνιση «Δέντρου της Ζωής»

ΗΛΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ: «Yπό τω δένδρω…» (II)

ΚΩΣΤΗΣ ΓΙΟΥΡΓΟΣ: Μυθολογικά του δέντρου

ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ : Δενδρολατρία και Θεοφάνεια

Kourou N., “The Sacred Tree in Greek Art. Mycenaean versus Near Eastern Traditions»

Marinatos N., “The Tree as a Focus of Ritual Action in Minoan Glyptik Art”,

Thespean warriorΟποιαδήποτε προσπάθεια να ανακατασκευάσει την πορεία των γεγονότων στη μυκηναϊκή ελληνική ηπειρωτική χώρα και κατ επέκταση στην αρχαία Άνθεια τον 13ο και τον 12ο αιώνα π.Χ. και να καθορίσει τις πιθανές αιτίες της καταστροφής των μυκηναϊκών ανακτόρων και της κατάρρευσης του εξαιρετικά συγκεντρωτικού πολιτικού και οικονομικού σύστηματος πάνω στο οποίο είχε δομηθεί η μυκηναϊκή άνθιση, θο πρέπει να βασίζεται σε ένα σωστό και αναλυτικό χρονολόγιο. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ιστορικά έγγραφα και δεδομένου ότι η απόλυτη χρονολόγηση των ΥΕ ΙΙΙΒ(1330 – 1190 Π.Κ.Χ.) και ΥΕ ΙΙΙΓ(1190 – 1060 Π.Κ.Χ.) κεραμικών φάσεων δεν είναι τόσο ακριβής , η χρονολόγηση των γεγονότων στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Άνθειας κατά την εν λόγω περίοδο δεν έχει μεγάλη ακρίβεια αφού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κεραμική. Οι ημερομηνίες για την καταστροφή ή την εγκατάλειψη δεν είναι ακριβείς αλλά οι πολυάριθμες τοπικές καταστροφές που συνέβησαν μεταξύ 1250 και 1050 Π.Κ.Χ. στην περιοχή μπορούν να τοποθετηθούν με ικανό βαθμό εμπιστοσύνης στην σειρά με την οποία συνέβησαν.

Σφραγιδόλιθος από σάρδιο. Νιχώρια 16-14 αι. Π.Κ.Χ.

Σφραγιδόλιθος από σάρδιο. Νιχώρια 16-14 αι. Π.Κ.Χ.
Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας

Εκτός από τα προβλήματα με τη χρονολόγηση, υπάρχει και το πρόβλημα που προκαλείται από τη συνεχή πολλαπλασιασμό των θεωριών που φιλοδοξούν να εξηγήσουν τη Μυκηναϊκή κατάρρευση. Βέβαια σήμερα η Αρχαιολογία έχει αναπτύξει τεχνολογικά εξελιγμένες μεθόδους, τόσο για την ανεύρεση, όσο και για την ερμηνεία και χρονολόγηση των ευρημάτων. Στο έργο της αυτό συνεπικουρείται από ένα πλήθος άλλων επιστημόνων, όπως χημικών, φυσικών, περιβαλλοντολόγων, εθνολόγων, πολιτισμολόγων, τοπογράφων κ.ά.  Αυτό σημαίνει ότι σύντομα θα τεκμηριωθούν οι αντικειμενικές θεωρίες.
Τα πρώτα σημάδια κρίσης στα ανακτορικά κέντρα εμφανίζονται με εκτεταμένες καταστροφές από σεισμό στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙΒ1 (1330 – 1250 Π.Κ.Χ.).  Λίγο αργότερα καίγεται η ακρόπολη του Γλα και εγκαταλείπεται.  Στην Τίρυνθα, τις Μυκήνες και την Αθήνα συνεχίζεται η ζωή, στις αρχές της ΥΕ ΙΙΙΒ2 (1250 – 1190) όμως προστίθενται ολόκληρες πτέρυγες στους οχυρωματικούς περιβόλους για να διασφαλιστεί η πρόσβαση στις πηγές νερού από το εσωτερικό των ακροπόλεων. Εργασίες οχύρωσης καταγράφονται στη Μιδέα και στη Φυλακωπή της Μήλου την ίδια περίοδο, ενώ στις Μυκήνες και την Πύλο επεκτείνονται οι αποθηκευτικοί χώροι και οι βιοτεχνικές εγκαταστάσεις που γειτνιάζουν άμεσα με τα ανάκτορα.  Όλα αυτά μοιάζουν με μέτρα ασφαλείας σε αναμονή κάποιας πολιορκίας.  Επίσης κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ2 αρχίζει η ανάπτυξη τοπικών ιδιαιτεροτήτων στο μυκηναϊκό κόσμο και η διάσπαση της πολιτισμικής ομοιομορφίας της ανακτορικής περιόδου, προφανώς λόγω χειροτέρευσης της επικοινωνίας.
Τα στοιχεία για τη μαζική μείωση του πληθυσμού κατά την περίοδο ΥΕ ΙΙΙΓ (1190 – 1060 Π.Κ.Χ.) είναι πιο έκδηλα  στη Μεσσηνία απ ότι σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή της νότιας Ελλάδα. Το ανάκτορο της Πύλου κάηκε στο τέλος της περιόδου ΥΕ ΙΙΙΒ (1330 – 1190 Π.Κ.Χ.) . Την ίδια περίπου εποχή δηλαδή γύρω στο 1200 Π.Κ.Χ. καταστράφηκαν τα Νιχώρια και η Άνθεια.

ΠΥΛΟΣ το παλάτι

ΠΥΛΟΣ το παλάτι

ΘΕΩΡΙΕΣ

που  έχουν προταθεί για την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων  και  κατά συνέπεια της αρχαίας Άνθειας :

Μανόλης Ανδρόνικος 1954:
Η κατάρρευση ήρθε ως αποτέλεσμα της ακραίας κοινωνικής αναταραχής στην μυκηναϊκή κοινωνία με τη μορφή εξεγέρσεων της αγροτιάς ενάντια στην άρχουσα τάξη.
Σχόλιο: Η θεωρία της εσωτερικής κοινωνικής επανάστασης ως η αιτία της κατάρρευσης των μυκηναϊκών κέντρων αδυνατεί να εξηγήσει την επακόλουθη εκτεταμένη ερήμωση σε μεγάλες και εύφορες περιοχές, όπως η περιοχή της αρχαίας Άνθειας.

Emily Vermeule 1964
Η διαταραχή του εμπορίου στα τέλη του 13ου αιώνα, που προκλήθηκε από τον ερχομό των Λαών της Θάλασσας, οι οποίοι αναζητούσαν καινούργια γη, έριξε το Αιγαίο στο χάος και οδήγησε άμεσα στην καταστροφή των ανακτόρων, δεδομένου ότι είχε συνδέθεί η ύπαρξή τους με το εμπόριο.

Λαοί της Θάλασσας. Χάρτης της εποχής κατάρρευσης

Λαοί της Θάλασσας.
Χάρτης της εποχής κατάρρευσης του Μυκηναϊκού πολιτισμού

TAGMATA

Σχόλιο: Δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις για την παρουσία των Λαών της Θάλασσας στο Αιγαίο . Στην πραγματικότητα , η περιορισμένη ποσότητα των αρχαιολογικών στοιχείων που είναι διαθέσιμα από την κεντρικά και νοτιοανατολικά νησιά του Αιγαίου ( Νάξος , Μήλος , Ρόδος , Κως) για την περίοδο 1250-1150 Π.Κ.Χ. δείχνει ότι στις περιοχές αυτές δεν συνέβη κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων. Η θεωρία Vermeule δίνει μια καλύτερη απάντηση στο ερώτημα γιατί τα ανάκτορα δεν ξαναχτίστηκαν από ότι το ποιος κατέστρεψε αυτά και γιατί.

V. R. d’A. Desborough 1964:
Ο Desborough πρότεινε το ενδεχόμενο μιας εισβολής από το βορρά. Τη θεωρία την στήριξε στην εμφάνιση νέων κατηγοριών χάλκινων αντικειμένων και των ξιφών τύπου « Naue ΙΙ «.

Ξίφος Naue II . Λεπτομέρεια από βάζο που αναπαριστά τον Δούρειο Ίππο

Ξίφος Naue II . Λεπτομέρεια από βάζο που αναπαριστά τον Δούρειο Ίππο

Σχόλιο: Η απειλή από εξωτερικούς εισβολείς μπορεί να είναι η αιτία για την ενίσχυση των οχυρώσεων, όμως ο υλικός πολιτισμός της ΥΕ ΙΙΙΓ (1190 – 1060 Π.Κ.Χ.) δείχνει αδιάκοπη συνέχεια με την ανακτορική περίοδο πριν την καταστροφή. Ακόμα και αν επιτέθηκαν τελικά εξωτερικοί εισβολείς, δεν εγκαταστάθηκαν στις περιοχές που έλεγχαν οι Μυκηναίοι.

Troian Horse Vase Ο πίθος του 690 Π.Κ.Χ. που βρέθηκε στην Μύκονο to 1961

Troian Horse Vase Ο πίθος του 690 Π.Κ.Χ. που βρέθηκε στην Μύκονο to 1961

Ξίφη του ιδιαίτερου τύπου Naue II και χονδροειδής κεραμική κατασκευασμένη χωρίς τροχό, πολύ διαφορετική από τη μυκηναϊκή, έχουν συνδεθεί με πιθανούς εισβολείς.
Και τα δύο όμως εμφανίζονται ήδη πριν από τις καταστροφές και όχι με την έλευση πληθυσμών που μπορεί να ευθύνονται για τις καταστροφές. Νέα ταφικά έθιμα (καύση νεκρών, κιβωτιόσχημοι τάφοι) εμφανίζονται με χρονική απόσταση από το τέλος της ΥΕ ΙΙΙΒ (1330 – 1190 Π.Κ.Χ.), στην προχωρημένη ΥΕ ΙΙΙΓ(1190 – 1060 Π.Κ.Χ.). Ο μύθος της Καθόδου των Δωριέων, που έπλασαν οι Έλληνες της πρώτης χιλιετίας  για να εξηγήσουν την καταγωγή τους, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί αρχαιολογικά.
Στα μέσα της ΥΕ ΙΙΙΓ σημειώνεται μια «αναγέννηση», που εκφράζεται κυρίως στη διακόσμηση αγγείων με εικονιστικές σκηνές. Το υπερπόντιο εμπόριο εξακολουθεί και τώρα μάλιστα στρέφεται και προς τα δυτικά, στην Ιταλία. Τελευταίες έρευνες στην Τίρυνθα, τη Μιδέα και τη Νάξο δείχνουν πως στην ΥΕ ΙΙΙΓ υπήρξαν ακόμα και προσπάθειες να επισκευαστούν τα μέγαρα της ανακτορικής περιόδου και να ανασυγκροτηθούν οι δομές εξουσίας. Όμως οι προσπάθειες αυτές δεν απέτρεψαν το οριστικό τέλος με ένα τρίτο κύμα καταστροφών στα τέλη του 12ου αι. Π.Κ.Χ.

Γεώργιος Μυλωνάς (1966):Focean warrior
Θεωρεί ότι έχει δοθεί υπερβολική έμφαση στην σύμπτωση των ανακτορικών καταστροφών . Κατά την άποψή του τα επιμέρους μυκηναϊκά κέντρα καταστράφηκαν από διαφορετικές αιτίες και από πολύ διαφορετικούς ανθρώπους.  Προκειμένου να τεκμηριώσει τη θεωρία του επικαλείται την διαφορετικότητα των μύθων που αναφέρονται στις διαφορετικές καταστροφές.
Σχόλιο: Η προσέγγιση Μυλωνά δεν λαμβάνει επαρκή γνώση της αξιοσημείωτης σύμπτωσης της πλήρους κατάρρευσης του ανακτορικού πολιτισμού στην ελληνική ηπειρωτική χώρα μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, αναμφισβήτητα όχι περισσότερο από μια γενιά στην Πελοπόννησο. Δεν γίνεται σαφές από την εξήγηση του γιατί τα ανάκτορα δεν ανακατασκευάστηκαν ποτέ.

Rhys Carpenter(1966) David Kaniewskii (2013)
Ο Carpenter πρότεινε ότι τα χρόνια γύρω στο 1200 π.Χ. , δηλαδή , γύρω από το τέλος της περιόδου ΥΕ ΙΙΙΒ , υπήρξε μια εκτεταμένη ξηρασία που κατέστρεψε την παραγωγή της νότιας Πελοποννήσου. Επειδή ο Carpenter δεν ήταν μετεωρολόγος , πολλοί μελετητές θεώρησαν ότι δεν είχε την απαιτούμενη εμπειρία για να τεκμηριώσει τη θεωρία του . Το 1974 , μια ομάδα μετεωρολόγων τεκμηρίωσαν τη θεωρία του υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να έχει συμβεί γύρω στο 1200 Π.Κ.Χ. μία παρατεταμένη ξηρασία. Αργότερα , μελέτες από Kuniholm και τους συνεργάτες πάνω στα δακτιλίδια των κορμών των δέντρων στην Τουρκία έδειξαν ότι μπορεί να υπήρχε μια ξηρασία στην κεντρική Ανατολία κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο το οποίο μπορεί να συνδέεται με την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Χετταίων ca . 1200 Π.Κ.Χ.
Πρόσφατη επιστημονική έρευνα του Πανεπιστημίου της τουλούζης ( David Kaniewskii κ.α ) προσπαθεί να τεκμηριώσει ότι πίσω από την κατάρρευση των πολιτισμών βρίσκονταν μια ξηρασία διάρκειας περίπου 300 ετών.
Για την πραγματοποίηση της μελέτης, οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Ντέιβιντ Κανιέβσκι, μελέτησαν υπολείμματα γύρης και πλαγκτού, που βρέθηκαν σε διαδοχικά ιζήματα του βυθού μιας αρχαίας λίμνης στη Λάρνακα της Κύπρου, η οποία κάποτε ήταν λιμάνι, αλλά μετά (γύρω στο 1350 π.Χ.) περικλείστηκε από την ξηρά.
Με την ανάλυση των στοιχείων που βρήκαν στη λίμνη, δημιούργησαν μια εικόνα για τις διαχρονικές μεταβολές του κλίματος που συνέβησαν στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Έτσι, συμπέραναν ότι μετά τον 13ο αιώνα π.Χ. σημειώθηκε μια παρατεταμένης διάρκειας ξηρασία η οποία προκάλεσε μια σειρά από πολέμους, λιμούς και εσωτερικές αναταραχές, οι οποίοι οδήγησαν τελικά στην κατάρρευση των ισχυρών και ένδοξων πολιτισμών. Μεταξύ αυτών, εκτός του Μυκηναϊκού, εντάσσεται και ο πολιτισμός των Χετταίων της Ανατολίας και άλλων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.
Οι μεταβολές στα ισότοπα άνθρακα και στα είδη φυτών που βρέθηκαν στη λίμνη, δείχνουν ότι βαθμιαία το κλίμα έγινε ολοένα πιο ξηρό και άνυδρο λόγω της σημαντικής μείωσης των βροχών, με συνέπεια οι γεωργικές καλλιέργειες να καταστραφούν.
Αυτή η εξέλιξη εκτιμάται ότι οδήγησε τους πληθυσμούς της ευρύτερης περιοχής σε αδυναμία διατροφής, σε πολιτικοοικονομικές κρίσεις, μαζικές μεταναστεύσεις, πολέμους και επιδρομές,όπως των αινιγματικών «λαών της θάλασσας» κατά της Αιγύπτου περίπου το 1300 π.Χ. Η μελέτη της κυπριακής λίμνης δείχνει ότι η γεωργία στην περιοχή είχε εισέλθει σε περίοδο κρίσης έως το 1200 π.Χ. και δεν κατάφερε να ανακάμψει πριν το 850 π.Χ.
Σχόλιο: Η θεωρία αυτή μολονότι έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να τεκμηριωθεί σχετικά εύκολα με μετεωρολογικές και φυσικοχημικές μελέτες δεν μπορει να εξηγήσει την καταστροφή των παλατιών. Θα μπορούσε κάποιος να δεχτεί ότι τα παλάτια λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν από τον πεινασμένο λαό που προσπάθησε να πάρει τα πλεονάσματα των τροφίμων από τις αποθήκες των παλατιών.

άνδρες με πλήρη πολεμική εξάρτυση 1200 Π.Κ.Χ.

άνδρες με πλήρη πολεμική εξάρτυση
1200 Π.Κ.Χ.

Σπύρος Ιακωβίδης (1974)
Οι οικονομίες των μυκηναϊκών ανακτόρων είχαν βασική εξάρτηση από τις συναλλαγές με την Κύπρο και την Ανατολή. Όταν οι εμπορικές διαδρομές που συνέδεαν την Ελλάδα με αυτές τις περιοχές κόπηκαν ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων των Λαών της Θάλασσας, ο μυκηναϊκός ανακτορικός πολιτισμός κατέρρευσε σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα.
Σχόλιο:Αυτή η θεωρία , είναι μια ελαφρώς αναθεωρημένη εκδοχή της υπόθεσης Vermeule του 1960. Εκτός από το γεγονός ότι οι δραστηριότητες των Λαών της Θάλασσας εχουν τεκμηριωθεί μόνο στο ανατολικότερο τμήμα της Μεσογείου η θεωρία αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει την ξαφνική ερήμωση της Πελοποννήσου κατά την περίοδο ΥΕ ΙΙΙΓ ή να προσδιορίσει ποιος κατέστρεψε πραγματικά τα μυκηναϊκά ανάκτορα . Η μείωση στις επαφές μεταξύ της μυκηναϊκής ελληνικής ηπειρωτικής χώρας με την Κύπρο και τη δυτική Ανατολία αρχίζει να είναι εμφανής στο τελευταίο μέρος της περιόδου ΥΕ ΙΙΙΒ , γεγονός που υποδηλώνει ότι η διαταραχή των μυκηναϊκών εμπορικών δραστηριοτήτων με την ανατολή ήταν μια σταδιακή και, ενδεχομένως, μάλλον πολύ αργή διαδικασία και όχι ξαφνική. Η σπανιότητα των πρώτων υλών , καθώς και του χαλκού ειδικότερα για εξειδικευμένους εργαζόμενους μέσα στο βασίλειο της Πύλου προκύπτει από κείμενα της Γραμμικής Β. Ακόμη έχει διαπιστωθεί ότι και σε άλλα μυκηναϊκά κέντρα υπήρχε αυτή η έλειψη πρώτων υλών σε όλο το νότιο Αιγαίο από τα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ.

Rutter (1975, 1990), Walberg (1976), Deger-Jalkotzy (1977, 1983), Small (1990, 1997), Pilides (1994), Bankoff, Meyer, and Stefanovich (1996)

Η θεωρίες των ανωτέρω στηρίζονται στην διαφορετικότητα μερικών κεραμικών που έχουν βρεθεί κατά περιόδους στις ανασκαφές των μυκηναϊκών ανακτόρων. Πάνω στην διαφορετικότητα και τον «πρωτογονισμό» των κεραμικών αυτών στηρίζουν την επιδρομή άλλων λαών από τον βορρά.

Άνθεια Ασκός Καστρούλια 2000-1850 Π.Κ.Χ.

Άνθεια Ασκός Καστρούλια
2000-1850 Π.Κ.Χ.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ

Σχόλιο: Η θεωρίες των επιδρομών δεν μπορούν να τεκμηριωθούν με τα μη εξελιγμένα κεραμικά που βρέθηκαν διότι θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι πολλές φορές τα κεραμικά κατασκευάζονταν στα σπίτια και όχι από επαγγελματίες. Ακόμη μερικά κεραμικά μπορει να είχαν μεταφερθεί μαζί με προϊόντα από άλλες περιοχές.

Winter F.A. (1977)
Ο Winter στηρίζει την θεωρία της «από βορράν επιδρομής», με κάτι ανάλογο με την εισβολή των Γαλάτων τον 3ο αιώνα π.Χ. στην Ανατολή και το 6ο μ.Χ. αιώνα την εισβολή Σλαβικών φύλων στην Ελλάδα. Και οι δύο αυτοί επιδρομείς δεν άφησαν ανασκαφικά στοιχεία διότι όταν οι εισβολείς είναι σε χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο από τους κατοίκους της περιοχής που εισβάλλουν συχνά δεν αφήνουν πίσω τους κανένα σημάδι της παρουσίας τους, εκτός από την καταστροφή και τη δραστική μείωση του πληθυσμού. Ακόμα και όταν παραμένουν στην περιοχή που εισβάλουν , όπως και οι Γαλάτες και οι Σλάβοι , συχνά δεν είναι αρχαιολογικά ανιχνεύσιμοι ή παρατηρήσιμοι, δεδομένου ότι μπορεί να αφομοιωθουν πολιτιστικά από τον πληθυσμό που έχουν κατακτήσει.
Σχόλια: Ανεξάρτητα από το αν η χειροποίητη και στιλβωμένη κεραμική και τα νέα χάλκινα είδη έχουν καμία σημασία ως δείκτες της ταυτότητας μιας ομάδας των εισβολέων, τα εμφανή επίπεδα καταστροφής και ερήμωσης σην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της περιόδου ca. 1250-1150 Π.Κ.Χ. είναι ικανά αποδεικτικά στοιχεία για να στηρηχθεί η θεωρία της εισβολής από το εξωτερικό στην Μυκηναϊκή Ελλάδα ως σκεπτικό για την κατάρρευση του μυκηναϊκού ανακτορικού συστήματος. Η θεωρία δεν έγινε αποδεκτή από τους ιστορικούς και τους αρχαιολόγους διότι δεν μπορεί να εξηγήσει την καθολική καταστροφή και την ερήμωση της περιοχής. Επιπρόσθετα δεν απαντά στο ερώτημα της μη ανοικοδόμησης των ανακτόρων.

Betancourt Philip P. (1976)
O Betancourt υποστήριξε ότι η οικονομία της μυκηναϊκής περιόδου ήταν τόσο εξειδικευμένη οπότε μια σύντομη περίοδος διαταραχής της κάθε είδους, σαν αποτέλεσμα των εσωτερικών κοινωνικών αναταραχών, της εισβολής από το εξωτερικό,  της περιόδου με κακές καιρικές συνθήκες,  θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην κατάρρευση των μεγάλων οικονομικών κέντρων , τα ανάκτορα,  ένα φαινόμενο το οποίο με τη σειρά του θα προκαλούσε ένα είδος εσωτερικού χάους που θα οδηγούσε στην εκτεταμένη ερήμωση μεγάλων περιοχών της ελληνικής ηπειρωτικής χώρας, ακόμη και αν ήταν εύφορη γεωργικά όπως αυτή της αρχαίας Άνθειας.
Σχόλιο: Η εύθραυστη μυκηναϊκή ανακτορική οικονομία μπορει να εξηγήσει την εξαφάνιση του ανακτορικού πολιτισμού από την Ελλάδα μετά το 1200 Π.Κ.Χ. αλλά δεν εξηγεί την γενεσιουργό αιτία που οδήγησε στις καταστροφές των ανακτόρων, σε πρώτη φάση.

Robert Drews (1993)
Σε μια ευρεία αναθεώρηση της σχετικά ξαφνικής εξαφάνισης πολλών βασιλείων και αυτοκρατοριών σε όλη την ανατολική Μεσόγειο στα μεταγενέστερα 13ο και στις αρχές του 12ου αιώνα Π.Κ.Χ., ο Drews δείχνει ότι αυτές οι καταρρεύσεις σημειώθηκαν ως αποτέλεσμα μια θεμελιώδους αλλαγής στη φύση του πολέμου σε αυτή την περίοδο . Κατά την άποψή του , αυτό που συνέβη είναι η αντικατάσταση του σφοδρότατου άρματος που ήταν κυρίαρχηο στα πεδία μαχών με ελαφρά οπλισμένους πεζικάριους που φέρουν κυρίως το ακόντιο ως όπλο . Η επιτυχία αυτών των νέων στρατευμάτων στην μάχη ενάντια στα άρματα του παραδοσιακού τύπου επιφέρει ένα μοιραίο πλήγμα στις μιλιταριστικές πολιτείες των οποίων η ισχύς είχε βασιστεί πάνω σε άρματα επανδρωμένα με πολεμιστές της κοινωνικά και οικονομικά προνομιούχου ελίτ, που είχαν την οικονομική δυνατότητα να συντηρούν το άρμα . Οπότε ο νέος τρόπος πολέμου συνεπάγεται την εγκατάλειψη μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης που βασίζεται στην ανάδειξη της μέσα από την ιππήλατη μάχη με αποτέλεσμα είτε εντελώς να διαλυθεί ή τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό να τροποποιηθεί.

 Μεγάλος κρατήρας με παράσταση οπλισμένων ανδρών. Από την οικία του ''κρατήρα των πολεμιστών'' στην Ακρόπολη των Μυκηνών. 12ος αι. π.Χ. Οι άνδρες εικονίζονται σε πλήρη πολεμική εξάρτυση (περικεφαλαία, θώρακα, κνημίδες, ασπίδα, δόρυ). Φαίνεται ότι αναχωρούν για τον πόλεμο με τους σάκους τους δεμένους στην άκρη του δόρατος. Στην άκρη μια γυναίκα υψώνει το χέρι της σε χειρονομία αποχαιρετισμού ή πένθους. Στην πίσω όψη πολεμιστές με ανάλογη εξάρτυση και διαφορετική περικεφαλαία κρατούν τα δόρατα υψωμένα. Στο χώρο των λαβών απεικονίζονται πτηνά και ανάγλυφο βουκράνιο (σχηματική κεφαλή ταύρου). Εξαίρετο δείγμα του μυκηναϊκού εικονιστικού ρυθμού.

Μεγάλος κρατήρας με παράσταση οπλισμένων ανδρών. Από την οικία του »κρατήρα των πολεμιστών» στην Ακρόπολη των Μυκηνών. 12ος αι. π.Χ.. Οι άνδρες εικονίζονται σε πλήρη πολεμική εξάρτυση (περικεφαλαία, θώρακα, κνημίδες, ασπίδα, δόρυ). Φαίνεται ότι αναχωρούν για τον πόλεμο με τους σάκους τους δεμένους στην άκρη του δόρατος. Στην άκρη μια γυναίκα υψώνει το χέρι της σε χειρονομία αποχαιρετισμού ή πένθους. Στην πίσω όψη πολεμιστές με ανάλογη εξάρτυση και διαφορετική περικεφαλαία κρατούν τα δόρατα υψωμένα. Στο χώρο των λαβών απεικονίζονται πτηνά και ανάγλυφο βουκράνιο (σχηματική κεφαλή ταύρου). Εξαίρετο δείγμα του μυκηναϊκού εικονιστικού ρυθμού.

 ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Σχόλιο: Ο εντοπισμός μίας και μοναδικής αιτίας για ένα πολύ σύνθετο και πολύπλευρο συνδυασμό γεγονότων που περιλαμβάνουν μια πολύ μεγάλη περιοχή πάνω από έναν αιώνα μπορεί να θεωρηθεί σαν υπεραπλούστευση. Από την άλλη μεριά το άρμα εξακολουθεί να είναι στη μεταανακτορική μυκηναϊκή τέχνη πολύ συχνό στις απεικονήσεις και μάλιστα συνδέεται ρητά με πόλεμο.

Οι παραπάνω θεωρίες μπορεί χονδρικά να κατηγοριοποιηθούν σε αυτές που αναφέρονται σε οικονομικούς παράγοντες, στην αλλαγή του κλίματος, στις εσωτερικές κοινωνικές αναταραχές, στις εξωτερικές επιδρομές και στις αλλαγές της πολεμικής τέχνης. Εκτός απ αυτές έχουν διατυπωθεί και πολλές άλλες , όπως αυτή που δικαιολογεί την κατάρρευση σαν αποτέλεσμα της εκστρατεία ς στην Τροία των αξιόλογων ηγεμόνων οπότε αυτοί που απέμειναν μετά από έριδες και κακή διαχείρηση αποδυνάμωσαν τα παλάτια με αποτέλεσμα να καταστραφούν.
Το γενικό συμπέρασμα είναι πως όλες οι παραπάνω αιτίες δικαιολογούν ως ένα βαθμό την παρακμή του ανακτορικού μυκηναϊκού πολιτισμού, με διαφορετική βαρύτητα σε κάθε συγκεκριμένη περιοχή. Καμία από αυτές τις θεωρίες δεν μπορεί να εξηγήσει το τέλος από μόνη της ή να εφαρμοστεί σε ολόκληρο το μυκηναϊκό κόσμο.
Τα ερωτήματα που μένουν αναπάντητα χωρίς να είναι τα μοναδικά θα μπορούσαν να είναι:

  • Πόσο σταθερή ήταν η μυκηναϊκή ανακτορική κοινωνία πριν την καταστροφή; Ήταν αρκετά ευέλικτη ώστε να αντέξει ουσιαστικά στο επερχόμενο «σοκ»;Υπήρχαν ορισμένα «σοκ» που έπληξαν τον μυκηναϊκό ανακτορικό πολιτισμό στο σύνολό του;
  • Είχαν αυτά σε κάθε περίπτωση την τελική ευθύνη για την καταστροφή των επιμέρους ανακτορικών κέντρων ή ήταν τέτοιες καταστροφές αλληλοσυνδεόμενες με πολύ εντοπισμένες αλυσίδες αιτιώδους συνάφειας;
  • Γιατί τα ανάκτορα δεν ξανακατοικήθηκαν;
  • Γιατί οι μεγάλες περιοχές της Πελοποννήσου, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων από τις πλουσιότερες γεωργικές περιοχές στη νότια Ελλάδα όπως αυτή της Αρχαίας Άνθειας, ερημώθηκαν τόσο πολύ κατά τη διάρκεια του αιώνα που ακολούθησε την καταστροφή των ανακτόρων; Τι ποσοστά του πληθυσμού που εξαφανίστηκε πέθαναν στην Ελλάδα από την πείνα και τις ασθένειες ή στη μάχη, και τι ποσοστό μετανάστευσαν νότια στην Κρήτη, ανατολικά έως την Κύπρος και δυτικά στα νησιά του Ιονίου;

Robert Drews  The End of the Bronze Age

Winter, F.A. 1977. ‘An historically derived model for the Dorian invasion.’ In Symposium on the Dark Ages in Greece. New York: New York University, 51-59.

The collapse of palatial society in LBA Greece and the postpalatial period   Durcham University

Environmental Roots of the Late Bronze Age Crisis University of Oxford

Rhys Carpenter Discontinuity in Greek civilization Cambridge University Press, 1966

V. R. d’A. Desborough, The End of the Mycenaean Age, Oxford: Clarendon Press, 1964

grepolis

Emily Vermeule, Greece in the Bronze Age ,University of Chicago Press

Aegean Prehistoric Archaeology

ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Χρυσός σφραγιστικός δακτύλιοςΆνθεια (θολωτός τάφος). 16ος – 15ος αι. π.Χ.

Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας

Ο Γρύπας ήταν τέρας της Ελληνικής μυθολογίας. Είχε σώμα λιονταριού ή αλόγου, κεφάλι και φτερά αετού. Επίσης σε μερικές αναπαραστάσεις του φαίνεται πως έχει και ουρά φιδιού. Ο μύθος του θεωρείται ότι προέρχεται από την Μεσοποταμία. Πιθανότατα η γέννηση του μύθου ανάγεται στην εποχή της πρώτης ανακάλυψης απολιθωμάτων δεινοσαύρων από τον προϊστορικό άνθρωπο. Η ράχη του ήταν σκεπασμένη με φτερά και τα νύχια στα λιονταρίσια πόδια του ήταν δυνατά και γαμψά σαν του αετού. Είναι ένα φτερωτό θηρίο με κεφάλι και νύχια αετού και σώμα λιονταριού ή αλόγου.  Ο αρσενικός Γρύπας δεν έχει φτερά σε αντίθεση με το θηλυκό. Στην Εραλδική τέχνη εμφανίζεται δίχως φτερά. Συμβολίζει τον ήλιο, τον ουρανό, το φως της αυγής που γίνεται χρυσαφένιο. Επίσης, συμβολίζει τις δυνάμεις του αετού και του λιονταριού. ‘Όταν εμφανίζεται ως φύλακας θησαυρών σχετίζεται με την επαγρύπνηση και εκδίκηση. Στην Ανατολή ο Γρύπας συμβολίζει την σοφία και την φώτιση. Στην Ελλάδα ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα σαν ηλιακό σύμβολο, στην Αθηνά σαν σοφία και στην Νέμεση σαν εκδίκηση.
Οι γρύπες του σφραγιστικού δακτύλιου της αρχαίας Άνθειας είναι ιππόγρυπες.
Ο Ιππόγρυπας είναι μισός άλογο και μισός Γρύπας. Τα φτερά του, τα μπροστινά του πόδια το κεφάλι και το ράμφος του ήταν σαν ενός Γρύπα. Ενώ σ’ όλα τ’ άλλα έμοιαζε με άλογο. ‘Οπως τα φτερωτά άλογα του Απόλλωνα, έτσι και ο Ιππόγρυπας είναι ηλιακό σύμβολο.
Τον συναντάμε σε πολλές μυθολογίες. Το συναντάμε στην Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία & την Ελλάδα. Στην Αίγυπτο ήταν η προσωποποίηση του Ήλιου. Το μεσαίωνα ο ιππόγρυπας ήταν σύμβολο της αδυναμίας.
Σε Σκυθικά στολίδια έχουν βρεθεί ιππόγρυπες να επιτίθονται σε άλογα.
Σύμφωνα με το μύθο, οι Αριμασποί βρίσκονται σε συνεχή πάλη με τους γρύπες για το χρυσό. Η χώρα στην οποία ο Αριστέας και ο Ηρόδοτος τοποθετούν τους Αριμασπούς αναφέρεται αόριστα ως βορράς της Ευρώπης, στην άκρη της Οικουμένης, ενώ η μεταγενέστερη γραμματεία τούς τοποθετεί πέραν των Ριπαίων ορέων, στην Ασία. Για τον Ηρόδοτο, παρόλο που εκφράζει την επιφύλαξή του ως προς το να ήταν μονόφθαλμα όντα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για πραγματικές φυλές.  Με παρόμοιο τρόπο τούς αντιμετωπίζει και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ενώ στα σχόλια στον Πίνδαρο βρίσκουμε και το όνομα του βασιλιά-γενάρχη τους, του Αριμασπού. Ο Ευστάθιος, για τον οποίο οι Αριμασποί είναι «έθνος σκυθικόν», προσπαθεί με λογικό τρόπο να εξηγήσει τη μονοφθαλμία τους, συσχετίζοντάς τη με την εξάσκηση στην τοξοβολία, η οποία τους αναγκάζει να κλίνουν το ένα τους μάτι για να στοχεύσουν. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Διονύσιος ο Περιηγητής τούς ονομάζει «αρειμανείς» ή «αρειμανίους». Ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος τους η ελληνική και η λατινική γραμματεία επαναλαμβάνουν τις πληροφορίες του Ηροδότου, προσθέτοντας ενίοτε σε αυτές κάποιες καθαρά διακοσμητικές λεπτομέρειες.

Οι γρύπες στη λογοτεχνία και την τέχνη
Τη μορφή του γρύπα την επεξεργάστηκαν στην αρχαία Ελλάδα τόσο λογοτεχνικά όσο και εικαστικά. Ξεκινώντας από την πρώτη αναφορά τους από τον Αριστέα, στη διάρκεια της Αρχαιότητας οι γρύπες μετατράπηκαν σε εχθρικά προς τους ανθρώπους τέρατα, τα οποία διέθεταν σώμα λέοντος ή ίππου και κεφαλή και φτερά αετού.
Αρκετά περίπλοκη είναι και η εικαστική εξέλιξη του γρύπα. Θεωρείται ότι η μορφή του εμφανίστηκε στην Ανατολή. Στην Ελλάδα ο γρύπας, ως ον που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά πτηνού και τετράποδου ζώου, εμφανίστηκε κατά την Κρητομινωική περίοδο και είναι γνωστός από τις παραστάσεις από την Κνωσό την Πύλο και την Άνθεια. Όμως οι παραστάσεις των κρητομινωικών γρυπών και των ιππογρυπών της Άνθειας είναι αρκετά διαφορετικές από τις παραστάσεις τους στην αρχαϊκή και την κλασική τέχνη. Ένας νέος τύπος γρύπα εισήχθηκε στην ελληνική τέχνη στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. από τη Μέση Ανατολή, αρχικά στα νησιά του Αιγαίου και από εκεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Σε αυτόν ανήκουν οι αρχαϊκές χάλκινες προτομές γρύπα και οι πολυάριθμες σχετικές παραστάσεις του στη γραπτή κεραμική της ανατολίζουσας τεχνοτροπίας, στα νομίσματα και σε έργα μικροπλαστικής. Οι αρχαϊκοί γρύπες έχουν ανοιχτό ράμφος, χαίτη και κέρας και μόνο στα Κλασικά χρόνια διαμορφώνεται ο συνήθης σε εμάς τύπος γρύπα, με ρεαλιστική απόδοση των χαρακτηριστικών αετού και λέοντα. Η μορφή του γίνεται σταθερό θέμα πολλαπλών παραστάσεων στα έργα τέχνης, στη γλυπτική, στα νομίσματα, σε διάφορα άλλα αντικείμενα και στα γραπτά αγγεία. Ιδιαίτερα συχνά συναντάμε το γρύπα σε παραστάσεις στα αττικά αγγεία της λεγόμενης τεχνοτροπίας του Κερτς, κυρίως του 4ου αι. π.Χ., όπου συνήθως συνοδεύει τις παραστάσεις Αμαζόνων, του Απόλλωνα και του Διονύσου.

Ο Ιππόγρυπας όπως μεταφέρθηκε στον φανταστικό κόσμο του Χάρι Πότερ

Ο Ιππόγρυπας όπως μεταφέρθηκε στον φανταστικό κόσμο του Χάρι Πότερ

Οι γρύπες ως μυθολογικό στοιχείο
Η ελληνική μυθολογία συνδέει τους γρύπες με διάφορους θεούς. Στον Αισχύλο είναι τα σκυλιά του Δία, στο Νόννο είναι τα ζώα της Νέμεσης, ενώ στα έργα τέχνης ο γρύπας συχνά συνδέεται με το Διόνυσο.  Αλλά ισχυρότερη είναι η σχέση του γρύπα με τον Απόλλωνα, με τον οποίο συνδέεται μέσω του δηλιακού μύθου για τους Υπερβορείους. Είναι οι γρύπες που φέρουν την άμαξα του θεού κατά το ταξίδι του προς τους Υπερβορείους. Έτσι και οι ιππόγρυπες του σφραγιστικού δακτυλίου φέρουν την άμαξα των θεοτήτων της Άνθειας.  Ως επιφάνειος ο Απόλλωνας καλπάζει πάνω σε γρύπα. Στην αρχαία Ελλάδα ο γρύπας νοούνταν ως ηλιακό σύμβολο, αλλά η σχέση του με τον ορυκτό χρυσό τού προσδίδει χθόνια χαρακτηριστικά.

Εξαιρετικά δημοφιλείς ήταν οι παραστάσεις των γρύπων στη Σκυθία, όπου η μορφή τους έφτασε μέσω δύο οδών· από την Ανατολή  και από τις ελληνικές αποικίες του βορείου Ευξείνου. Οι γρύπες αποδείχθηκαν στενά συνδεδεμένοι με τη σκυθική μυθολογία, όπου αντιπροσώπευαν το χθόνιο στοιχείο.

Ξεκινώντας από τον 5ο αι. π.Χ., η εικαστική μορφή του γρύπα στην αρχαία ελληνική τέχνη συχνά συνδέεται με τους Αριμασπούς και κατά τον 4ο αι. π.Χ. η πάλη τους γίνεται σταθερό θέμα της αττικής αγγειογραφίας στα αγγεία της τεχνοτροπίας του Κερτς. Στους συγγραφείς συναντάμε μια παράλληλη εκδοχή του μύθου για τους Αριμασπούς και τους γρύπες. Πρόκειται για την ιστορία για τα μυρμήγκια, από τα οποία οι Ινδοί κλέβουν το χρυσό. Στον Κτησία τα μυρμήγκια μετατρέπονται σε γρύπες και σε ολοκληρωμένη μορφή στο Σολινό. Ο μύθος αυτός θυμίζει πλέον έντονα την εκδοχή με τους Αριμασπούς. Οι ίδιοι οι αρχαίοι παρατηρούσαν αυτή την ομοιότητα.

Η ερμηνεία του μύθου της πάλης των Αριμασπών με τους γρύπες είναι εξαιρετικά δύσκολη. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίζεται ως λογοτεχνικό θέμα, όπου οι ήρωες τοποθετούνται σε άγνωστα μέρη της γης και χάρη της μυθοπλαστικής φαντασίας αποκτούν φανταστικά χαρακτηριστικά. Όπως συμβαίνει πολλές φορές, και αυτός ο μύθος μπορεί να βασίζεται σε κάποια πραγματικά στοιχεία. Έτσι, μερικοί ερευνητές τον ερμηνεύουν κυριολεκτικά και πιστεύουν ότι πίσω από τις φανταστικές λεπτομέρειες κρύβεται ένας πραγματικός αρχαίος λαός, οι Αριμασποί. Υπάρχει και η άποψη ότι και οι αναφερόμενοι από τον Αριστέα και τον Ηρόδοτο γρύπες ήταν όχι φανταστικά όντα αλλά η ονομασία ενός αρχαίου λαού, που, λόγω της ομοιότητας του μύθου για τους γρύπες του βορρά και της Ινδίας, μετατράπηκε στη λογοτεχνική παράδοση σε φανταστικά τέρατα. Οι άκρως αόριστες πληροφορίες για τον τόπο κατοικίας των Αριμασπών επιτρέπουν στους ερευνητές να τους τοποθετούν σε διάφορες περιοχές, ανάμεσα στα Ουράλια όρη και το Αλτάι στη Σιβηρία, δηλαδή στην περιοχή όπου κατοικούσαν σιβηροσκυθικές φυλές. Γι’ αυτό το λόγο και η ονομασία Αριμασποί ερμηνεύεται ως προερχόμενη από το αρχαιοϊρανικό aspa, που σημαίνει ίππος.
Άλλη άποψη υπογραμμίζει πρωτίστως το μυθικό στοιχείο του μοτίβου και βλέπει εδώ τη μεταφορά στην αρχαία ελληνική παράδοση ενός στοιχείου της σκυθικής ή, μέσω αυτής, μιας αρχαιότερης μυθολογικής παράδοσης. Οι γρύπες, με βάση την ανάλυσή τους στα έργα της σκυθικής τέχνης, ερμηνεύονται ως η προσωποποίηση του επέκεινα κόσμου. Η δε πάλη των Αριμασπών με τους γρύπες σε αυτή την περίπτωση αποκτά έννοια συμβολική, εκφράζοντας την ιδέα των εμποδίων που συναντάει η ψυχή στο δρόμο προς το βασίλειο των νεκρών ή την πάλη του Άνω και του Κάτω Κόσμου για την κατοχή της θεϊκής ύλης, η οποία αντιπροσωπεύεται από το χρυσό.  Οι Αριμασποί νοούνται ως οι φύλακες των συνόρων της χώρας της ευδαιμονίας. Να θυμηθούμε ότι οι Αριμασποί του Αριστέα και του Ηροδότου ήταν γείτονες των Υπερβορείων, ενός εξιδανικευμένου λαού, συνδεδεμένου στην ελληνική μυθολογική παράδοση, μέσω του Απόλλωνα, με τη λατρεία του Ηλίου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Απόλλωνας κάνει το ταξίδι του στη χώρα τους πετώντας πάνω σε γρύπα, ένα δαμασμένο τέρας του κόσμου των νεκρών.
Όποια ερμηνεία του θέματος κι αν επιλέξουμε, την κυριολεκτική ή την καθαρά μυθολογική, και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένα στοιχείο που τις ενώνει. Ο μύθος για την πάλη των Αριμασπών με τους γρύπες αντανακλά τις μυθολογικές αντιλήψεις των αρχαίων ιρανόφωνων φυλών της Ασίας και του βορείου Ευξείνου, οι οποίες εισήχθηκαν στην ελληνική κοσμολογία και την εικαστική παράδοση μετά τη γνωριμία των Ελλήνων με το σκυθικό κόσμο.

Το ταξίδι του Μεγάλου Αλέξανδρου στους ουρανούς

(απεικόνιση στη Pala d’ Oro)

Η Pala d’ Oro φέρει και παράσταση ανθρώπου που φορά βασιλικό στέμμα ανάμεσα σε δύο γρύπες και που δεν είναι τίποτα άλλο παρά αναπαράσταση του φανταστικού ταξιδιού του μεγάλου Αλέξανδρου στους ουρανούς, όπως αυτό έχει περιγραφεί στο Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου του Ψευδο-Καλλισθένη.

Ο Μέγας Αλέξανδρος ταξιδεύει στους ουρανούς με τη βοήθεια δύο γρυπών. Παράσταση στην Pala d' Oro

Ο Μέγας Αλέξανδρος ταξιδεύει στους ουρανούς
με τη βοήθεια δύο γρυπών.
Παράσταση στην Pala d’ Oro

Σύμφωνα με μία από τις περιγραφές αυτών των φανταστικών περιπετειών του, ο Αλέξανδρος κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη χώρα των Μακάρων επιχείρησε να εξερευνήσει τους ουρανούς και για τον σκοπό αυτόν διέταξε να συλλάβουν δύο τεράστια όρνεα της περιοχής (γρύπες) τα οποία:

απεικόνιση του Αλέξανδρου να ταΐζει συκώτια τους γρύπες και  πετάει στον ουρανό

απεικόνιση του Αλέξανδρου να ταΐζει συκώτια τους γρύπες και να πετάει στον ουρανό

4

απεικόνιση του Αλέξανδρου να πετάει στον ουρανό

«… προσέταξεν μη φαγείν βρώματα μέχρι τριών ημερών· τη δε τρίτη ημέρα προσέταξε κατασκευασθήναι ξύλον όμοιον ζυγώ και τούτο προσδεθήναι εν τοις τραχήλοις αυτών. Είτα ελθών αυτός εν τω μέσω του ζυγού εκράτησε το δόρυ ωσεί πήχυν το μήκος, έχον επάνω ήπαρ. Ευθύς ουν αναπτάντα τα όρνεα του φαγείν το ήπαρ, ανήλθε μετ’ αυτών ο Αλέξανδρος εν τω αέρι εις ύψος. Πάνυ δε έτρεμε διά την του αέρος ψυχρότητα την εκ των ορνέων εκείνων γεγενήμενην. Είτ’ ευθύς συναντά αυτόν πετεινόν ανθρωπόμορφον, και λέγει αυτώ: Αλέξανδρε, τα επίγεια μη γινώσκων, πώς τα ουράνια καταλάβειν επιζητείς; Υπόστρεψον ουν διά τάχους επί την γην, μήπως όρνεοις τούτοις κατάβρωμα γενήση.».

απεικόνιση του Αλέξανδρου να ταΐζει συκώτια τους γρύπες και πετάει στον ουρανό

απεικόνιση του Αλέξανδρου να ταΐζει συκώτια τους γρύπες και πετάει στον ουρανό

απεικόνιση του Αλέξανδρου να ταΐζει συκώτια τους γρύπες και να πετάει στον ουρανό

Η απεικόνιση της μεταφοράς του άρματος που σύρεται από ιππόγρυπες , των θεοτήτων της Άνθειας, μεταφέρθηκε διαχρονικά και ενσωματώθηκε στις θρησκείες , στους μεταγενέστερους μύθους της ανθρωπότητας και στους  σημερινές μαγικούς κόσμους .

Η Λειψανοθήκη

Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού

Νέα Ακρόπολη

ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Ελεφαντοστέινα ομοιώματα οκτώσχημων ασπίδων. Διακοσμητικά στοιχεία προσαρμοσμένα σε έπιπλα ή άλλα αντικείμενα.Άνθεια (θολωτός τάφος).16ος - 15ος αι. π.Χ.

Ελεφαντοστέινα ομοιώματα οκτώσχημων ασπίδων. Διακοσμητικά στοιχεία προσαρμοσμένα σε έπιπλα ή άλλα αντικείμενα.Άνθεια (θολωτός τάφος).16ος – 15ος αι. π.Χ.

Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας

Η ΟΚΤΩΣΧΗΜΗ ΑΣΠΙΔΑ
Οι τύποι ασπίδας (αποκαλούμενη «σάκος») που χρησιμοποιούνταν από τους πρώιμους δορυφόρους ήταν ο πυργόσχημος ή πυργοειδής και ο οκτώσχημος, αμφότεροι επινοημένοι στη μινωική Κρήτη.
Αυτές οι ολόσωμες ασπίδες προστάτευαν τον πολεμιστή από το πηγούνι έως τους αστραγάλους. Φαίνεται πως κατασκευάζονταν από πυκνό πλέγμα κλάδων λυγαριάς το οποίο προσαρμοζόταν σε ισχυρό ξύλινο πλαίσιο. Η αναφερόμενη κατασκευή καλυπτόταν με αλλεπάλληλες επενδύσεις δέρματος βοοειδών και, όπως φαίνεται σε θηραική νωπογραφία αιγοειδών. Η ασπίδα κρέμονταν από τον αριστερό ώμο του πολεμιστή, διαγωνίως, με τελαμώνα (δερμάτινο ιμάντα) και είχε τουλάχιστον μια κεντρική λαβή στο εσωτερικό της. Οι δύο ολόσωμοι τύποι ασπίδας χρησιμοποιούντο παράλληλα κατά τον 16ο αι. π Χ. και μάλλον δεν σχετίζονταν με κάποια ιδιαίτερα σώματα των αιγαίων στρατών. Φαίνεται πως η τυχαία χρήση τους εντός της ίδιος παράταξης oφείλετο στις προσωπικές προτιμήσεις των πολεμιστών και στην κοινωνικοοικονομική τους θέση (επειδή οι οκτώσχημες ασπίδες ήταν ανώτερες τεχνικά από τις πυργόσχημες και επομένως ακριβότερες). Η οκτώσχημη ασπίδα (αποκαλούμενη έτσι λόγω του σχήματος «8») υπήρξε τόσο δημοφιλής ώστε κατέστη επιπρόσθετα έμβλημα εξουσίας και θρησκευτικό-λατρευτικό έμβλημα των Μινωιτών κα των Μυκηναίων, αντιπροσωπευτικό κάποιων (άγνωστων) θεοτήτων.  Ο Αρθουρ Εβανς και άλλοι οι οποίοι ασχολήθηκαν μετά από εκείνον με το πρόβλημα της προέλευσης της συμπέραναν πως οι πρώτοι φορείς της ήταν οι Μινωίτες, από τους οποίους τη παρέλαβαν οι Μυκηναίοι.  Η αρχαιολόγος Δ. Δανιήλίδου, σε σχετική «εξαντλητική» μελέτη της για την οκτώσχημη ασπίδα, συμπέρανε πως εμφανίσθηκε στην Κρήτη το αργότερο κατά την Πρωτομινωική ΙΙ (δεύτερο μισό 3ης προχριστιανικής χιλιετίας) κι πως από εκεί διαδόθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την Υστεροελλαδική Ι (17ος-ΐ6ος αι. πΧ).  Από εκεί η βελτιωμένη μυκηναϊκή «εκδοχή» της διαδόθηκε στην Κρήτη της Υστερομινωικής I Β ως «δάνειο εξ επιστροφής», από τους Αχαιούς κατακτητές. Η χρήση της οκτώσχημης ως όπλο και λατρευτικό σύμβολο κορυφώθηκε κατά τις Υστεροελελλαδική II και III.

οκτώσχημη ασπίδα

οκτώσχημη ασπίδα

Η οκτώσχημη ασπίδα, σε αντίθεση με την πυργοειδή, έφερε ένα εγκάρσιο ομφαλοειδές κύφωμα στην επιφάνεια της, το οποίο επέτρεπε στον πολεμιστή να το χρησιμοποιεί επιθετικά με στόχο τη διάρρηξη του αντίπαλου «τείχους» ασπίδων.  Επιπρόσθετα, το κυρτό σχήμα της θα ήταν αποτελεσματικό για τον εξοστρακισμό των εχθρικών πληγμάτων ή βλημάτων. Ομως, το κυριότερο χαρακτηριστικό της είναι οι δύο πλάγιες «εγκοπές» στη μέση της, που της έδιναν το σχήμα «8». Εχουν διατυπωθεί αρκετές απόψεις για τη χρησιμότητα τους, αλλά η πιθανότερη είναι πως εξυπηρετούσαν τη χρήση του ξίφους και του δόρατος. Η εγκοπή επέτρεπε στον πολεμιστή να καταφέρει με το ξίφος του νυκτικό πλήγμα στον αντίπαλο από τα πλάγια, εκδοχή που υποστηρίζεται από το γεγονός ότι τα πρώιμα μινωικά-μυκηναϊκά ξίφη ήταν σχεδιασμένα περισσότερο για νυκτικό κτύπημα. Το ίδιο μπορούσε να πράξει και με το δόρυ, καταφέροντας χαμηλό πλήγμα στον αντίπαλο (το υψηλό πλήγμα επιτυγχανόταν με το δόρυ πάνω από την ασπίδα). Γενικά στην παράταξη φάλαγγας των δορυφόρων, οι αναφερόμενες εγκοπές θα δημιουργούσαν ρομβοειδή κενά στο «τείχος» των οκτώσχημων ασπίδων (με τη μία ασπίδα «στηριγμένη» στη διπλανή της), από τα οποία οι δορυφόροι θα μπορούσαν να πλήξουν τους αντιπάλους με ξίφος ή δόρυ. Επίσης, οι εγκοπές μείωναν το βάρος της ασπίδας ανακουφίζοντας τον πολεμιστή. Το μέγεθος των ολόσωμων ασπίδων προσέφερε πλήρη προστασία στον δορυφόρο, ωστόσο συνιστούσε και το κύριο μειονέκτημα τους, επειδή περιόριζε πολύ τις κινήσεις του, αναγκάζοντας τον να μάχεται σχεδόν με στατικό τρόπο. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν σημαντικό μειονέκτημα για τις τακτικές της εποχής. Η αλλαγή στις πολεμικές μεθόδους κατά την Υστερη περίοδο, με τις νέες ευέλικτες τακτικές και τις εκτεταμένες ορειχάλκινες θωρακίσεις, οδήγησε την ολόσωμη οκτώσχημη ασπίδα σε αχρησία. Ομως τα αρχαιολογικά τεκμήρια δείχνουν ότι η χρήση της δεν καταργήθηκε παντού.  Ενα κυπριακό αγαλματίδιο του 7ου αι. π.Χ. αναπαριστά πολεμιστή με ολόσωμη οκτώσχημη ασπίδα. Η ασπίδα του ειδωλίου έχει δύο λοβούς ίου οκτώοχημου τροχού, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με μια ενδιάμεση περιοχή. Γενικά οι οκτώσχημες ασπίδες δεν εξαφανίσθηκαν αλλά υπέστησαν μεγάλη μείωση του μεγέθους τους, προκειμένου να έχουν περίπου την έκταση των νέων μικρότερων ασπίδων της Υστερης περιόδου. Τα περισσότερα ευρήματα απεικόνισης ολόσωμων οκιώσχημων ασπίδων προέρχονται από τη Βοιωτία, όπου φαίνεται πως ήταν δημοφιλέστατες. Είναι επόμενο να επιβίωσε εκεί η οκτώσχημη ως λατρευτικό σύμβολο και ως λειτουργικό όπλο και έτσι να εξελίχθηκε στην πρωτοβοιωτική και τη μεταγενέστερη βοιωτική.

Αρης Στουγιαννίδης

ΕΛΛΑΣ

οκτώσχημη ασπίδα1

«Τοιχογραφία με παράσταση «οκτώσχημης ασπίδας»

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Θρησκευτικό Κέντρο της ακρόπολης των Μυκηνών. (13ος αι. π.Χ.) Ύψ. 0,744 μ. Σε λευκό βάθος απεικονίζεται οκτώσχημη ασπίδα που σώζεται σχεδόν ακέραια. Στη επιφάνεια της ασπίδας γραπτά τριφυλλόσχημα διακοσμητικά θέματα δηλώνουν το δέρμα της αγελάδας από το οποίο κατασκευάζονταν οι ασπίδες. Το κατακόρυφο κίτρινο στέλεχος ανάρτησης στο μέσο της ασπίδας διακοσμείται με δύο σειρές μαύρων λοξών γραμμιδίων, που δηλώνουν το τρίχωμα του δέρματος της αγελάδας. Στην κορυφή της ασπίδας απεικονίζεται διακοσμητικός ρόδακας. Πίσω από την ασπίδα, που ήταν ανηρτημένη σε τοίχο, διακρίνονται τμήματα διακοσμητικών ζωνών με συνεχή σπείρα μεταξύ ταινιών. Η οκτώσχημη ασπίδα είναι το σύμβολο της ένοπλης θεάς την οποία πολλοί ερευνητές έχουν ταυτιστεί εύλογα με τη μεταγενέστερη Αθηνά. Η απεικόνιση της οκτώσχημης ασπίδας απαντά για πρώτη φορά στη μεγάλη ζωγραφική των Μυκηνών, είναι όμως γνωστό διακοσμητικό θέμα στη μυκηναϊκή μικροτεχνία, σε χρυσό, ελεφαντόδοντο ή ημιπολύτιμους λίθους.

Τέλος η οκτώσχημη ασπίδα, με άγνωστη προέλευση, αποτελεί ιερό σύμβολο της μινωικής λατρείας.

Πιθαμφορέας με σχηματοποιημένη φυτική διακόσμηση. Άνθεια (θολωτός τάφος).16ος - 15ος αι. π.Χ

Πιθαμφορέας με σχηματοποιημένη φυτική διακόσμηση. Άνθεια (θολωτός τάφος).16ος – 15ος αι. π.Χ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ

Ο Πιθαμφορέας  ειναι μεγάλο αποθηκευτικό αγγείο με ευρύ στόμιο και λαβές. Οι πιθαμφορείς, όπως δηλώνει έμμεσα και η ονομασία τους, αποτελούν, όσον αφορά τη χωρητικότητα και το σχήμα, ένα ενδιάμεσο σκεύος μεταξύ των πίθων και των αμφορέων. Ο πίθος ήταν ένα μεγάλο αγγείο, συνήθως χωρίς διακόσμηση, που χρησίμευε για την αποθήκευση προϊόντων, π.χ. λαδιού, σιτηρών, δημητριακών.
Ο Αμφορέας  (η ονομασία του αγγείου προέρχεται από τις λέξεις αμφί + φέρω)  είναι ένα  μεγάλο αγγείο με δύο κατακόρυφες λαβές που ξεκινούν από το χείλος και καταλήγουν στο σώμα του. Χρησίμευαν για την αποθήκευση λαδιού, οίνου, μικρών καρπών αλλά και για τη μεταφορά νερού.
Διακρίνουμε δύο βασικούς τύπους αμφορέων:
α) Οι ενιαίοι αμφορείς με λαιμό και σώμα που σχηματίζουν ενιαία καμπύλη
β) Οι αμφορείς με λαιμό. Στον τύπο αυτό ο λαιμός ξεχωρίζει από το σώμα. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι παναθηναϊκοί αμφορείς και οι οξυπύθμενοι, οι οποίοι φέρουν κυλινδρικές λαβές και σώμα που καταλήγει οξύ στη βάση (ίσως τοποθετούνταν σε υπόστατα (στηρίγματα). Στους αμφορείς αυτούς τοποθετούνταν τα προς εξαγωγή προϊόντα, γι’ αυτό τους βρίσκουμε κυρίως σε ναυάγια αρχαίων εμπορικών πλοίων.

Ο Πιθαμφορέας της Άνθειας ανήκει  στην Υστεροελλαδική ΙΙΑ  , περίοδο των Λακκοειδων Τάφων της Πρώϊμης Μυκηναϊκής Περιόδου η οποία αποτελεί τη μία από της δύο περιόδους της Μεσοελλαδικής Περιόδου.
Η κατασκευή του Πιθαμφορέα έγινε μετά την μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης 1613 π.χ. και μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά με την έναρξη της δυναστείας των Σανγκ στην Κίνα, την άνοδο στον θρόνο του Φαραώ Αχμοζέ Ι που σηματοδοτεί την αρχή της 18ης Δυναστείας και την πτώση του τελευταίου ηγεμόνα των Υξώς που οδήγησε στην πλήρη απελευθέρωση της Αιγύπτου.

Η κεραμική της Υστεροελλαδικής ΙΙ περιόδου στην οποία ανήκει ο Πιθαμφορέας της Άνθειας απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από την στερεοελλαδίτικη παράδοση της Μέσης Χαλκοκρατίας, δέχεται περισσότερες ξένες επιδράσεις και τις αφομοιώνει δημιουργώντας σιγά σιγά ένα δικό της χαρακτήρα. Αυτή την περίοδο διαμορφώνονται τα καθαρά μυκηναϊκά χαρακτηριστικά που θα αναδειχθούν καθαρότερα στις επόμενες περιόδους. Η κεραμική παραγωγή της εποχής δείχνει καθαρά την επιβολή μιας τάξης αριστοκρατών που ενθαρρύνει τη διεύρυνση της καλλιτεχνικής έμπνευσης. Τα εργαστήρια παράγουν τώρα πολυτελή κεραμικά είδη σε μεγάλες ποσότητες και τα προωθούν σε όλα τα σημαντικά κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου. Η κεραμική της περιόδου προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από τους θολωτούς και τους θαλαμοειδείς τάφους, όπου τοποθετούνταν ως κτερίσματα.

Η εξέλιξη της Υστεροελλαδικής Ι κεραμικής συνεχίζεται και η διακόσμηση εμπλουτίζεται με νέα μοτίβα. Εμφανίζεται μια πληθώρα φυτικών θεμάτων, όπως οι πάπυροι, οι κρίνοι και τα φύλλα κισσού, τα οποία αποδίδονται με φυσιοκρατικό τρόπο, ενώ παράλληλα εισάγεται από την Κρήτη ο «θαλάσσιος» ρυθμός.Η τεχνοτροπία των μυκηναϊκών εργαστηρίων διαφέρει όμως από τα μινωικά της πρότυπα στο ότι η διακόσμηση δεν είναι ελεύθερα τοποθετημένη γύρω από το σώμα του αγγείου, αλλά αρκετά σχηματοποιημένη και τοποθετημένη στην επιφάνεια των αγγείων με μια οργανωτική διάθεση.
ΧΡΗΣΤΙΚΟΤΗΤΑ:
Για τη χρήση των πιθαμφορέων της αρχαίας Άνθειας, καθώς και των υπολοίπων αγγείων της θέσης μπορούν να διατυπωθούν διαφορετικές απόψεις. Μία επικρατέστερη άποψη είναι ότι τα αγγεία αυτά ήταν στατικά και χρησίμευαν για την αποθήκευση υγρών (Λάδι, νερό κ.λ.π).  Εντούτοις το σχήμα τους μοιάζει με ανάλογα στην περιοχή του νοτίου Αιγαίου για τα οποία θεωρείται ότι χρησίμευαν για τη μεταφορά νερού. Για την παραγωγή των πιθαμφορέων πιθανόν να έχει χρησιμοποιηθεί ασβεστούχος άργιλος με χαλαζιακές προσμίξεις που αφθονεί στην περιοχή ,ενώ έχουν ψηθεί σε υψηλή θερμοκρασία, η οποία βοηθά στη δημιουργία ανθεκτικών τοιχωμάτων. Ένα από τα στοιχεία που μπορούν να προκύψουν και από τα εργαστηριακά πειράματα σε δοκίμια είναι ότι δεν ήταν δυνατή η επιτυχής άρση αυτών των αγγείων, γεμάτων, από τις λαβές. Αντίθετα μπορούσαν να αποδώσουν πολύ καλά ως στατικά αγγεία αποθήκευσης, δεδομένου ότι τα τοιχώματα μπορούσαν να αντέξουν την άσκηση πίεσης από το περιεχόμενο.

ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Τα Αγγεία ως Χρηστικά Αντικείμενα. Πανεπιστήμιο Κρήτης